ΕΙΧΑΜΕ ΒΕΝΤΕΜΑ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ, ΠΑΤΕΡΑ!
\
[…] Δεν είχα προλάβει να κάνω το πρώτο βήμα, όταν άκουσα την καμπάνα τ’ Αγιού Πνευμάτου. Ήταν ένα μικρό αδύναμο “ντιν – νταν”, που θα μπορούσε να το είχε προκαλέσει ο νοτιάς, όπως συχνά το κάνει άνοιξη καιρού, όπως με φούρια κατεβαίνει απ’ τις Μαδάρες κι αποκρεμιέται στο σείστρο της. Κάτι τέτοιο, όμως δεν ήταν πιθανό, Νοέμβρη μήνα. Ποιος ξέρει! Ίσως να ήταν κάποιο μικρό παιδί που πρόλαβε να τραβήξει το σκοινί την ώρα που η μάνα του άναβε τα καντήλια. Ίσως, όμως, το μικρό αυτό αδύναμο “ντιν νταν” να μην υπήρξε ποτέ ως ήχος αλλά να ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου. Ό,τι όμως και να ήταν δεν είχε σημασία, γιατί δεν ήταν αυτό η ουσία. Η ουσία βρισκόταν ακριβώς στο κενό που υπήρχε στον ελάχιστο χρόνο που μεσολαβούσε ανάμεσα στο “ντιν” και στο “νταν”. Στο κενό που μου φάνηκε ότι το γέμιζαν τα δικά σου, τα τελευταία σου λόγια, όπως και τα είπε η Χρυσούλα, η μικρή σου χαϊδεμένη, έξω από την εντατική. «Δεν θέλω να ζήσω. Θέλω μόνο να είστε πάντα έτσι. Αγαπημένοι». Είχες μαζέψει όλες σου τις δυνάμεις για να το πεις, όταν σου είπε: «Θα βγεις γρήγορα από εδώ, μπαμπά! Και θα πάμε όλοι μαζί να μαζώξομε τσ’ ελιές».
[…] Φαίνεται πάντως ότι υπάρχει πάντα ένας μυστικός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των αισθήσεων. Το λέω αυτό γιατί δεν εξηγείται αλλιώς, το γεγονός, ότι από ένα σημείο και πέρα τα μάτια μου απέκτησαν, ακριβώς την ίδια σε ένταση, δύναμη, που είχαν μέχρι τώρα τ’ αυτιά μου. Κι έτσι με τη δύναμη αυτήν οπλισμένα τρύπησαν τη γη και συνάντησαν τον βολβό ενός μανουσακιού. Ήταν οι στιγμές που μέσα στα σπλάχνα του πλήθαιναν οι μυστικές φωνές που έλεγαν και ξανάλεγαν στο κοιμισμένο φύτρο ότι έφτασε ο καιρός να βγει στο φως. Κι αυτό κόντρα στον χειμώνα που έρχεται και στην παγωνιά που κουβαλά. Εκεί μέσα σε είδα κρυμμένο, πατέρα! Ίσως γιατί τα μάτια πήραν διαταγή απ’ τ’ αυτιά να σε δουν, όταν κάποια άλλα σου λόγια περυσινά κι αυτά, ήρθαν να προστεθούν μαζί με τ’ άλλα στα πτερύγια των αυτιών μου. «Να δεις που βγήκανε τα μανουσάκια, Βαγγέλη!».
[…] Ναι ήσουν εκεί! Στ’ ανάλαφρο βήμα του δεξιού ποδιού του Νεκτάριου που χορεύει πεντοζάλη. Στο μετάλλιο του μεγάλου Θεοκλή που αστράφτει στο στήθος του. Στο ανοιχτό βιβλίο που διαβάζει ο δεύτερος Θεοκλής. Στο δεξί χέρι της Δέσποινας που κρατά τη σημαία του σχολείου της στην τελευταία παρέλαση. Στη γεμάτη απορία έκφραση του Γιάννη που βλέπει τον Ιούδα να καίγεται. Στ’ ανοιχτά χειλάκια της Ζωής, έτσι όπως συλλαβίζουν τα “λα λα” όλα της. Ναι δεν έπεσα έξω, ήσουν εκεί! Σε σένα είπα το “είντα νέα”, το γνωστό μας σύνθημα που αποτελούσε, μέχρι πριν ένα χρόνο τον πρόλογο της σαββατοκυριακάτικης επικοινωνίας μας. Σε σένα για ν’ ακούσω καθαρά την απάντησή σου. «Έχουμε βεντέμα, οφέτος Βαγγέλη!».
Σαν σήμερα, ημέρα των γενεθλίων μου, 24 Νοεμβρίου 1994, η κηδεία του πατέρα μου. Ένα χρόνο μετά, στο ετήσιο μνημόσυνό του, ο αποχαιρετισμός μου με τίτλο “Έχουμε βεντέμα οφέτος Βαγγέλη!” Απ’ αυτόν τα παραπάνω αποσπάσματα εν είδει αποχαιρετισμού.
ΚΟΡΩΝΟΪΚΑ ... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ
Μέχρι πότε θα κρατήσουν τα “κορωνοϊκά” σου, με ρώτησε προχθές ένας καλός φίλος αιώνιος, κατά δήλωσή του, λάτρης των “Πεταχτών”, σε τηλεφωνική μας επικοινωνία. Όσο μας κάνει τα κουμάντα ο κορωνοϊός, η απάντησή μου. Και πόσο υπολογίζεις να κάνει; Η επόμενη ερώτησή του. Δεν τον βλέπω να μας δίνει λογαριασμό του είπα. Από μετάλλαξη σε μετάλλαξη το πάει ο άτιμος…
Αν μας έλεγε κάποιος τη Λαμπρή που πέρασε ότι τα Χριστούγεννα που έρχονται δε θα τα γιορτάσουμε όπως τα ξέρουμε, θα τον κατηγορούσαμε ότι δεν ξέρει τι λέει. Να ευχηθώ ότι όταν εσείς θα διαβάζετε τη στήλη η πραγματικότητα, όπως θα “παίζει” τότε, θ’ αφήνει κάποιες χαραμάδες αισιοδοξίας, κάποιες, μην πάρει κι ο νους μας αέρα…
«Εχτύπησε ο Κοβητάς του φτωχικού τη θύρα/ που ‘μενε νιος μονάκριβος κι ήταν η μάνα χήρα./ Εκείνη του ‘πε πάρε με κι άφησε το παιδί μου/ κι εκείνος της απάντησε είν’ άλλη η βουλή μου». Μια μικρή ρίμα απ’ τον φίλο ιερωμένο σήμερα, αντί για μαντινάδες. Αχ αυτός ο… Κοβητάς!
Θα το κάνω, δεν θα το κάνω, θα το κάνω, δεν θα το κάνω, θα το κάνω, δεν θα το κάνω, θα το κάνω… κι ο Θεός βοηθός. Θα το κάνω, δεν θα το κάνω, θα το κάνω, δεν θα το κάνω, θα το κάνω, δεν θα το κάνω… και ο Θεός βοηθός. Άλλα του λέει η μαργαρίτα τη μια φορά κι άλλα την άλλη του φίλου μου. Να ρωτήσει τον γιατρό του, που ειρήσθω εν παρόδω του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη, τον συμβούλευσα, όταν ζήτησα τη γνώμη του. Για το εμβόλιο εναντίον του καταραμένου ιού, που έρχεται οσονούπω ο λόγος…
Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 24.11.2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου