Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

 ΑΠΟ ΤΟ "ΕΛΛΑΣ ΧΑΡΗΚΑ" ΣΤΟ ΕΛΛΑΣ ΧΑΣΑΜΕ"



«Άρχισε τότε το ‘21 τούτη η έρμη πατρίδα μας να ξεφορτώνεται από το σβέρκο της του Σουλτανοπασάδες και να στέκεται στα πόδια της με όση δύναμη της είχε απομείνει. Έπαιρνε τις πρώτες ελεύθερες ανάσες της και τεντωνότανε να ξεμουδιάσει καθώς έβγαινε κάτω από το βαρύ και βρώμικο σαμάρι. Κι όσο τεντωνότανε και τον καινούργιο αέρα ανάσαινε, σκεφτότανε και μονολογούσε: “Καλά μου ξυπνητούρια. Μακρύς ο ύπνος και βαρύς. Ώρα μου ν’ ανασκουμπωθώ, να πιάσω δουλειά, να μπω και ‘γω σε μια σειρά”». Οι πρώτες αράδες από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου “Ελλάς χάρηκα” του Γήση Παπαγεωργίου. «Ο Όθωνας χωρίς μυαλό, αγάπησε την Ελλάδα, μα ξέχασε ν’ αγαπήσει τους Έλληνες και τον εσχολάσαμε. Ο Τρικούπης, με μυαλό ρωμαίικο, αγάπησε και την Ελλάδα και τους Έλληνες, τον εσχολάσαμε κι αυτόν. Ο Γεώργιος με μυαλό εισαγόμενο, ούτε την Ελλάδα αγάπησε ούτε τους Έλληνες. Αυτόν τον εκρατήσαμε». Οι τελευταίες αράδες από τον επίλογο του βιβλίου “Ελλάς χάσαμε” του ίδιου συγγραφέα. Και ως δείγματα γραφής. «Όλβιος όστις της ιστορίας έσχε μάθησιν»…

Συντροφιά με το “Ελλάς χάρηκα” και με το “Ελλάς χάσαμε” τις δυο πρώτες μέρες της δεύτερης καραντίνας. Με τα δυο, τω όντι ξεχωριστά βιβλία του γνωστού και μη εξαιρετέου ανά το πανελλήνιο Γήση, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα απ’ τις εκδόσεις “Επτάλοφος”. Απνευστί η πρώτη ανάγνωση. Νεράκι κυλούσαν οι σελίδες τους – 216 του πρώτου, 160 του δεύτερου. Ένα το κρατούμενο. Το καλό βιβλίο διαβάζεται δίχως να το αφήσεις απ’ τα χέρια σου αν δεν φτάσεις στην τελευταία του σελίδα. Το καλά καλό, το ξανά και ξανά-διαβάζεις. Στην κατηγορία των “καλά καλών” βιβλίων και το πρώτο και το δεύτερο, που καλύπτουν τα που έγιναν, όπως έγιναν ή δεν έγιναν, όπως έπρεπε να γίνουν εν Ελλάδι από τις αρχές της 10ετίας του 1830 μέχρι τα μέσα τη δεκαετίας του 1890, επί βασιλείας Όθωνος του Βαυαρού και του Γεωργίου Γλίξμπουργκ. Από τότε δηλαδή που η Ελλάς έβαλε “κορώνα στο κεφάλι της” για να γίνει κράτος, με εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων, μέχρι το “δυστυχώς επτωχεύσαμεν” του Χαρίλαου Τρικούπη. «Τι καλά να συνεχίσει ο Γήσης την “περιδιάβασή” του στην ελληνική ιστορία, μέχρι τις μέρες μας». Η τελευταία μου σημείωση στο περιθώριο της τελευταίας σελίδα του δεύτερου βιβλίου. Κι αμέσως μετά εν είδει υποσημείωσης: «Και τι δεν έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος!»

«Εγεννήθηκα στην Αθήνα ’39 σε μια κλινική που αργότερα έγινε μπορντέλο ή βουλκανιζατέρ, θα σας γελάσω. Στα πρώτα μου γενέθλια πλακώσανε οι Γερμανοί, μετά οι Εγγλέζοι, μετά οι Αμερικάνοι… Όταν εμεγάλωσα κι άλλο έγινα αξιωματικότερος. Εγώ όμως ήθελα να κάνω καραγκιοζάκια. “Κάτσε στο Ναυτικό, γιατί όπου να ‘ναι θα ‘ρθούνε οι κομμουνιστές!” μου λέγανε. “Εδώ είναι!” τους έλεγα. “Όχι αυτοί, οι πιο κακοί!” μου λέγανε. Επέρασεν ο καιρός κι οι κουμμουνιστές δεν ερχόντουσαν. Μετά που πέρασε κι άλλος καιρός, εχαθήκανε τελείως. Τι να σας πω; “Τώρα που τέλειωσαν αυτοί, να πάω να κάνω καραγκιοζάκια;” “Θα ‘ρθουν οι Τούρκοι” μου είπανε. Εκοίταξα το ρολόι μου κι έλεγε ’81. Ώρα μου είπα κι έφυγα από το Ναυτικό. Έκανα καραγκιοζάκια σε εφημερίδες, σε περιοδικά, στην τηλεόραση, έβγανα τ’ άχτι μου. Μετά… σιχάθηκα. Εκοίταξα το ρολόι μου κι έλεγε ‘96. Προλαβαίνω, εσκέφτηκα κι εγύρισα φουλάρα στο Ναυτικό μου (από μέσα μου)». Το αυτοβιογραφικό του Γήση, όπως παρατίθεται στο πρώτο βιβλίο, στο φτερό του εμπροσθόφυλλου συγκεκριμένα. «Εγεννήθηκα στην Αθήνα το ‘39… κι απ’ όσα λέω στο πρώτο το βιβλίο, το “Ελλάς χάρηκα” μέχρι τα τώρα, τίποτα δεν άλλαξε». Τα που γράφει στη θέση του βιογραφικού στο 2ο βιβλίο, για να συμπληρώσει: «Μετά το Πάσχα, αλλάξαμε ψυγείο γιατί το παλιό μας εχάλασε». Δεν παίζεται ο “Γήσης”, για να το πω στην καθομιλουμένη. Ξεχωριστό το χιούμορ του, ως θεμελιακό στοιχείο του ύφους του, του γνωστού και από τις γελοιογραφίες του στην “Πρώτη”, στο “Βήμα”, την “Ελευθεροτυπία”, “Τα Νέα”, κ.λπ., “γήσειου” ήθους του.

Κι ένα δισέλιδο να είχα στη διάθεσή μου δεν θα με έφτανε για να καλύψω τα που ήθελα να γράψω για τα δυο αυτά βιβλία και για το παρεμφερές. “Ολυμπιακοί Αγώνες; Δώκαμε! Δώκαμε!” (εκδ. “Καστανιώτη”). Και βέβαια για τα “πάθη” του για τους Φάρους, καρπός του οποίου είναι ο τόμος “Ελληνικοί πέτρινοι φάροι” (Α’ έκδ. “Άμμος”, 2006) και τις “Ελληνικές Παραδοσιακές Φορεσιές”, με στόχο την παρουσίασή των σε 15(!) τόμους. Επιφυλάσσομαι, μένοντας, προσώρας, μόνο στα παραπάνω γενικά για τον συγγραφέα που επιμένει να νοιάζεται με τον δικό του τρόπο για την ιστορία της πατρίδας μας και τον πολιτισμό της, αλλά και για την πορεία της στο μέλλον…

Να γράψω σχετικά με τον κορωνοϊό που μας έβαλε σε καραντίνα άγνωστης διάρκειας, για δεύτερη φορά, εφέτος, η αρχική μου σκέψη. Πριν υποκύψω στη μαγεία του διαβάσματος των δυο προαναφερθέντων βιβλίων του Γήση που με περίμεναν, εδώ και δέκα μέρες πάνω στο γραφείο μου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου