Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Γράφει η Ευδοκία Σκορδαλά - Κακατσάκη
Tην είδα να πέφτει άτσαλα στην αυλή. Μια μαύρη φτερωτή μπαλίτσα που, καθώς προσγειώθηκε, άρχισε να κουνιέται μπρος - πίσω, μπρος? Η Εύα χύθηκε βολίδα καταπάνω της, με σηκωμένα τ? αφτιά και την ουρά της.
- Μη Εύα! έμπηξα φωνή μεγάλη. Η Εύα ξαφνιάστηκε. Κοκάλωσε. Δεν είναι συνηθισμένη σε αγριοφωνάρες.
Πήρα τη μικρή ζωούλα στα χέρια μου. Την έκλεισα απαλά στις χούφτες μου. Σπαρταρούσε! Ολόκληρη, μια καρδούλα που χτυπούσε κατατρομαγμένη?
Ηταν ένα μωρό - κοτσύφι, που μόλις είχε επιχειρήσει την παρθενική του πτήση! Kαι τώρα τι κάνω; Αναρωτήθηκα σαν? τον χοντρό, μαύρο γάτο του Σεπούλβεδα, που βρέθηκε με το αβγό μιας ετοιμοθάνατης γλαρίνας κι ύστερα μ? ένα γλαροπούλι στην αγκαλιά του! Εκείνος ο γάτος τα κατάφερε μια χαρά! Κι εγώ;
Εβαλα το μικρό πουλί κάτω από ένα σουρωτήρι, έψαξα για μύγες τριγύρω, λες και το πήραν χαμπάρι οι άτιμες, ούτε φτερό πετούμενο? Εβαλα λίγη τριμμένη φρυγανιά κι ένα καπάκι μπουκαλιού με νερό δίπλα του?
Δεν τ? άγγιξε. Μήτε έφαγε μήτε ήπιε. Φτεροκόπησε αδύναμα ως το πλαστικό τοίχωμα της φυλακής του και βάλθηκε να το τσιμπά με μανία. Τσιμπούσε και τσίριζε αδιάκοπα, γοερά, σαν ξεχασμένο μωρό στην κούνια του. Σκέφτηκα τη μάνα και τον πατέρα του. Σίγουρα θα το αναζητούσαν. Θα είχαν τρελαθεί από την αγωνία τους. Οπως εκείνο το αηδόνι που ο Μανώλης Ξυλάς στον Τζιτζιφέ άκουσε μια χαραυγή να θρηνεί. Μια γάτα είχε χαλάσει, λέει, τη φωλιά του. Το αηδόνι για μια εβδομάδα έκλαιγε απαρηγόρητο. Υστερα σώπασε και πια δεν το ξανάκουσε ?
Εφερα δίπλα στ? ανοιχτό παράθυρο το πουλί. Λες και το κατάλαβε. Χάλασε τον κόσμο στις τσιρίδες. Ξαφνικά, πλησίασαν το παράθυρο δυο μεγαλύτερα πουλιά. Φτεροκοπούσαν ανήσυχα, σφύριζαν γεμάτα αγωνία? Οι γονείς του! Ανοιξα τις χούφτες μου κι άφησα το μικρό κοτσύφι να φύγει? Επεσε πάλι άτσαλα στην αυλή. Μα μαζί του χαμήλωσαν και τα δυο μεγάλα πουλιά. Εβαλαν το βλαστάρι τους στη μέση, και βγήκαν από την αυλή χορεύοντας έναν παράξενο γοργό ρυθμό. Ακολουθώντας το αιώνιο τραγούδι - κάλεσμα της ζωής!
Πέρασαν τον στενό δρόμο και φτερούγισαν στα χαμηλά κλαδιά μιας ελιάς?
Υστερα τα έχασα από τα μάτια μου. Μόνο τα σφυρίγματα των μεγάλων έφταναν στ? αφτιά μου. Στην αρχή κοφτά, αυστηρά. Το? γλυκομάλωναν..!
Μα το σφύριγμά τους δεν άργησε να γίνει γλυκό, χαρούμενο, χαδιάρικο..!
Ενα σφύριγμα, τραγούδι!
Kαι ύμνος δοξαστικός της ζωής!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου