«Ηταν τόσο συγκλονιστικά αυτά που είδα απόψε στον ύπνο μου, μοναχογιέ μου, που ακόμα δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Κόσμος πολύς είχε μαζωχτεί μπροστά από το ναό του Σολομώντος. Αντρες και γυναίκες, νέοι και γέροι. Κι εγώ γυρόφερνα ανάμεσά τους και πάσχιζα να μάθω προς τι αυτή η σύναξη. Ηταν, βέβαια, φανερό πως κάποιον Μεγάλο περίμεναν. Μα παρόλο που ρώτησα και ξαναρώτησα δεν μπόρεσα να μάθω με ακρίβεια. Αλλος έλεγε πως θα γίνει γάμος και περίμεναν τον Νυμφίο. Αλλος πως από στιγμή σε στιγμή θά ’φτανε ο βασιλιάς, ένας βασιλιάς που περίμεναν χρόνια. Οι περισσότεροι έλεγαν, πως δεν ήξεραν ακριβώς τι συμβαίνει, αλλά ήρθαν κι αυτοί για να μάθουν» […]
«Ξαφνικά σηκώθηκε βουητό. “Ο γαμπρός…”, μουρμούρισαν μερικοί. “Ο βασιλιάς…”, είπαν κάμποσοι άλλοι. Κι αμέσως μετά όλο το πλήθος άρχισε να φωνάζει φρενιασμένα: “Ζήτω ο γαμπρός!.. Ζήτω ο βασιλιάς!..” Τεντώθηκα στις μύτες των παπουτσιών μου να δω, μα δεν τα κατάφερα. Το πλήθος είχε βγάλει τα μαντήλια του και τα κουνούσε. Τα “ζήτω” δυνάμωναν και μου τρυπούσαν τ’ αυτιά. Για μια στιγμή μπόρεσα να δω. Ο γαμπρός ή ο βασιλιάς περνούσε από μπροστά μου. Ηταν ψηλός και ξανθός. Στο κεφάλι του είχε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα. Φορούσε ένα κατάλευκο χιτώνα και κόκκινα πέδιλα της φωτιάς. Βάδιζε αργά, μα δεν φαινόταν κουρασμένος. Στα χέρια του κρατούσε ένα μαστίγιο κι όμως χαμογελούσε. Μ’ αυτό που έκανε σ’ εμένα μεγαλύτερη εντύπωση ήταν τα μάτια του. Μου ’ρθε να φωνάξω: “Αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια είναι του γιου μου· σ’ αυτά τα μάτια έχω αποθέσει τα όνειρά μου”» […]
«“Είναι ένας ξένος”, ακούστηκε μια φωνή. “Ενας ξένος μπήκε ανάμεσά μας” είπε μια άλλη… Τότε σηκώθηκε ένας υπόκωφος θόρυβος μέσα στο πλήθος που δεν άργησε να γίνει “γιούχα”. Μα ο ξένος συνέχισε να βαδίζει χαμογελώντας για τον ναό. Μόνο που τώρα, αντί για λουλούδια, φορούσε στο κεφάλι ένα αγκάθινο στεφάνι. Πάγωσα. Αυτό το κεφάλι το ’χα χαϊδέψει πολλές φορές. Αυτό το κεφάλι ήταν του γιου μου. Θέλησα να τρέξω να τ’ αγκαλιάσω, μα κάτι με κρατούσε καρφωμένη στη θέση μου. Τώρα μαζί με τα “γιούχα” ακούγονταν και βρισιές. Τα χέρια που μέχρι πριν λίγο κουνούσαν μαντίλια, είχαν σφιχτεί σε γροθιές. Ομως ο ξένος προχωρούσε. Μόνο που δεν φορούσε τον κατάλευκο χιτώνα, ούτε τα σκονισμένα σαντάλια του. Ηταν ξυπόλυτος και είχε μείνει σχεδόν γυμνός. Κι εγώ ήθελα να κραυγάζω, να πω πως αυτό το γυμνό κορμί είναι του γιου μου, μα δεν μπορούσα…» […]
«Ο ξένος προχωρούσε για την είσοδο του ναού. Ξυπόλυτος, σχεδόν γυμνός, προχωρούσε. Φορώντας το αγκάθινο στεφάνι προχωρούσε. Γεμάτος φτυσίματα προχωρούσε. Και αντί για μαστίγιο ήταν τώρα φορτωμένος μ’ έναν σταυρό και προχωρούσε. Ο κόσμος γύρω του ούρλιαζε κι έφτυνε κι ύψωνε τις σφιγμένες γροθιές. Κι εγώ ήμουν τώρα πια βέβαιη πως αυτός ο ξένος ήταν ο γιος μου, αυτός ο ξένος ήσουν εσύ, μικρό μου αγόρι. Άνοιξα τα χέρια μου κι έβγαλα φωνή μεγάλη… “Γιεεεε μου!” και ξύπνησα βουτηγμένη στον ιδρώτα, πνιγμένη στο κλάμα. Σηκώθηκα. Άνοιξα το παράθυρο. Νύχτα… Το φεγγάρι με κοίταζε με απόγνωση. Τρόμαξα περισσότερο. Φοβούμαι, αγαπημένε! Δεν μπορώ τίποτα άλλο να σου πω, παρά μόνο: Φοβούμαι!..».
Σημείωση: Αποσπάσματα από το “Γράμμα της Μεγάλης Τρίτης” (βλ. Βαγγέλη Θ. Κακατσάκη: “Τα γράμματα της Παναγίας” (επιμέλεια: Αντώνη Βακάκη), εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου, Κίσαμος 2013.
Χανιώτικα νέα (11.04.2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου