Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

ΠΟΙΗΣΗ


ΜΟΥΛΕ* 
(Στον πατέρα μου, 24 χρόνια μετά το φευγιό του στο άλλο ημισφαίριο της ζωής)


Μούλε! Μούλεε! Μούλεεε! Μούλεεεε!
Μούλεεεεε! Μούλεεεεεε! Μούλεεεεεεε!
Εφτά φορές το φώναξα
προσθέτοντας, κάθε φορά,
ένα παραπάνω «ε».
Μόλις το πρωί
το είχα ακούσει απ’ τον πατέρα μου
με ένα μόνο «ε» στο τέλος.
Το είπε στην ξαπλωμένη γριά φοράδα μας
κι αυτή ευθύς,
χωρίς να δυσκολευτεί καθόλου,
σηκώθηκε υπάκουη
να φορέσει το σαμάρι της.
Ήταν η εποχή που μάθαινα τις λέξεις,
ανακαλύπτοντας το βάρος τους.
Η εποχή που ζύγιαζα το βάρος τους,
λέγοντάς τες δυνατά.
Μια λιόκαλη μέρα, άνοιξη καιρού.
Ανάμεσα στα τρία και στα τέσσερά μου χρόνια.
Κι όμως.
Κούφια, άδεια ήταν αυτή η λέξη,
έτσι όπως βγήκε
απ’ τα χείλη μου
το βράδυ εκείνης της ημέρας.
Φαρδιά πλατιά κειτόταν
στις πλάκες της αυλής η γριά φοράδα μας,
χωρίς καμιά διάθεση να σηκωθεί.

«Ψόφησε..!»
είπε με δάκρυα στα μάτια,
λίγο πιο πέρα, ο πατέρας μου.
Ήταν μια καινούρια λέξη.
πολύ βαρύτερη απ’ το «μούλε».
Και με τα εφτά τα «ε» στο τέλος…




. Μούλε και μουλέ: Μόριο παρακελευστικό απευθυνόμενο στα άλογα και στα μουλάρια. Κλητική του ουσιαστικού μούλος = νόθος.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ ("Όταν γίνεις ποίημα", ΠΥΞΙΔΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, Χανιά 2013)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου