ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
«Όταν
μεγαλώσω, μάνα
έλεγ’
εκείνο το βράδυ
ο
πιο μικρός,
θα
φτάνω κι εγώ το μάνταλο
και
θ’ ανοίγω την αυλόπορτα,
όπως
τ’ αδέρφια μου».
«Ναι!
όταν θα μεγαλώσεις, γιε μου,
του
’λεγε η μάνα του,
τότε
θα φτάνεις το μάνταλο.
Να,
έτσι! Κοίταξ’ εμένα, παιδί μου,
κοίταξ’
εμένα, μάτια μου».
«Ναι!
μα πότε μεγαλώνει ένα παιδί»;
«Ένα
παιδί μεγαλώνει, γιε μου,
όταν
μπορεί να φτάνει το μάνταλο».
«Και
ύστερα δε θα ’μαι πια παιδί»;
«Όχι,
βέβαια! Ύστερα θα ’σαι άντρας, γιε μου»!
«Μα
όταν μεγαλώσω, μάνα,
και
θα ’μαι άντρας,
και
θα φτάνω το μάνταλο,
τι
μπορώ να γίνω περισσότερο από άντρας»;
Έτσι
ρωτούσε το βράδυ εκείνο
ο
πιο μικρός,
το
βράδυ εκείνο,
που
άλλοι κόντυναν
-Θε
μου πώς κόντυναν οι πιο πολλοί-
και
δεν έφταναν το μάνταλο.
Το
βράδυ εκείνο, που άλλοι ψήλωσαν,
ψήλωσαν
ξαφνικά,
κι
έφτασαν το μάνταλο της αυλόπορτας
και
βγήκαν στους δρόμους…
(Ήταν
το μπόι τους που ψήλωσε;
Ήταν
τα δάχτυλά τους που μάκρυναν;
Ή
ήταν η καρδιά τους που μεγάλωσε
και
καταβρόχθισε τις σάρκες τους;)
«Ένας
άντρας, γιε μου,
γίνεται
κάτι πιο πάνω από άντρας,
αν
μείνει άντρας σ’ όλη του τη ζωή»,
του
απάντησε η μάνα του
κι
αφουγκραζόταν τη λαοβουή
που
πετροβολούσε τις γρίλιες των παραθυριών,
κι
αφουγκραζόταν την καρδιά της
τη
βαφτισμένη στη λαοβουή...
«Μπορεί
να μη γυρίσουμε, μάνα»…
της
είχε πει φεύγοντας ο μεγάλος
και
τη φίλησε στο μέτωπο
σαν
Παναγία Βυζαντινή.
(Χρόνια
τώρα
σκεφτόταν
τις Σπαρτιάτισσες.
Δεν
μπορούσε να καταλάβει
εκείνο
το ταν ή επί τας,
που
έλεγαν στα παιδιά τους,
όταν
τους έδιναν την ασπίδα,
την
ώρα που κινούσαν για τον πόλεμο∙
δεν
μπορούσε να παραδεχτεί,
πως
μια μάνα μπορούσε να πει
τέτοια
λόγια στον γιο της.
Μια
μάνα, σκεφτόταν, τι μπορεί
να
είναι περισσότερο από μάνα;
Κι
όμως απόψε
16
του Νοέμβρη 1973,
κατάλαβε
στα σαρανταδύο της χρόνια,
πως
μια μάνα
είναι
κάτι παραπάνω από μάνα
ενός,
δύο, τριών παιδιών.
Είναι
μάνα, όλων των παιδιών του κόσμου:
κι
αυτών που ψήλωσαν απόψε,
κι
αυτών που δεν ψήλωσαν,
κι
αυτών που κόντυναν,
κι
αυτών που ήταν κοντοί ανέκαθεν)…
«Μάνα την ευχή σου»,
είχε
πει κι ο δεύτερος,
εκείνος
που ήταν πάντα ακούρευτος
κι
έλεγε πως νοιάζεται
μόνο
για τα κορίτσια.
«Στο
καλό!
Η
Παναγιά μαζί σας»…
Ο
μικρός είχε βάλει τις φωνές∙
ήθελε
να πάει κι αυτός…
«Εσύ
μείνε», του είχαν πει οι μεγάλοι
και
χάθηκαν στους δρόμους,
λουσμένοι
στο εσπερινό φως,
ντυμένοι
στα κυριακάτικά τους∙
και
δεν ήξεραν αν ήταν Σταύρωση
ή
Ανάσταση εκεί που πήγαιναν.
Κι
έμεινε ο μικρός με τη μάνα του∙
και
η λαοβουή πετροβολούσε
τις
γρίλιες των παραθυριών…
«Μάνα,
μην κλαις»!
μίλησε
για στερνή φορά ο μικρός.
«Θα
μεγαλώσω κι εγώ!
Θα
γίνω άντρας, σου λέω!
Και
θα μείνω άντρας»!
ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ'Έκδοση, "Πυξίδα της Πόλης", Χανιά 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου