Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΣΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940
[Από το 24σέλιδο αφιέρωμα της εφ. "Χανώτικα νέα" (26.10.2019) , για την 28η Οκτωβρίου]
Γράφει το Γεροντάκι* 
Ητανε μια ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα και κεινηνά. Λιγοστά ‘τανε βέβαια τα εικοσιτετράωρα απούχανε περάσει από τοτεσάς απού η Ελληνική Ψυχή είχε βροντοφωνάξει το Ιστορικό ΟΧΙ, κι ακλούθηξε το στρατιωτικό ανακοινωθέν απ’ ακούστηκε από το ραδιόφωνο με τη γλαφυρή και κρυστάλλινη φωνή του εκφωνητή “Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πάτριου εδάφους” κι είχε προκαλέσει ρίγη συγκινήσεως στσ’ ακροατές του.

Παντού απλώνουντανε η συνηθισμένη καθημερινή ησυχία τουτηνά την ημέρα. Ήτανε η γι εποχή βέβαια απου οι βοές ήτανε ασυνήθιστες σε τουτονέ το τόπο. Και οι μόνες απου εγροικούντανε σαν ήτανε ευνοϊκός ο καιρός, ήτανε οι σειρήνες τσ’ ελαιουργίας, απου ειδοποιούσανε την αρχή και το τέλος τσ’ εργασίας και τω παποριώ, όντεν ήρχουντανε από το Πειραιά στη Σούδα, γή όντεν εφεύγανε, κι η καμπάνα τσ’ εκκλησίας μας, πρωί και απόγευμα απου ειδοποιούσε τα σκολιαρούδικα για να πάνε στο σκολειό.
Τουτονά το πρωινό εγροικούντανε μόνο οι τρουλίτες απου επεταρίζανε στα γύρω κλαδερά και τραγουδούσανε τσοι δικούς τωνε σκοπούς κι οι γι ελιές απου εμάδιε η μάνα μου που ετραβαγιάρανε πέφτοντας τα σκαλοπάθια του τριποδιού. Παραδίπλα ο αφέντης μου, εμάδιε και κείνος τσοι χαμηλές φούντες κι ετραγούδιε κατά το συνήθιο ντου πότε μαντινάδες, πότε ριζίτικα και πότε τον Ερωτόκριτο όπως εκάνανε ούλοι κεινονά το καιρό, γυναίκες κι άντρες, την ώρα τση δουλειάς. Και για να ξεκαθαρίσω, για όσους παραξενευτούνε κι αναρωτηθούνε γιάειντα τσοι μαδιούσανε και δε τσοι ραβδίζανε τσ’ ελιές, όπως τσοι τωρινούς καιρούς. Γιατί τσοι περασμένους χρόνους, το λάδι ήτανε το χρυσό μαξούλι των αθρώπω και τα ελαιόδεντρα τα βαγιοκλαδίζανε, γι’ αυτό κι είχανε σχεδόν κάθε χρόνο ελιές. Γιατί δε τα μισερώνανε με τα ραβδιά, τσοι ντέμπλες, και τα μηχανάκια, όπως κάνουνε τουτουσές τσοι καιρούς τση βιασύνης. Εγώ τουτηνά την ώρα, μ’ ένα γαλατοκούτι για καλαθάκι, έκανα πως εμάζωνα τσ’ ελιές απου επέφτανε όξω από τσοι παλέτσες. Άξαφνα θωρώ τον αφέντη μου ν’ αφήνει τη φούντα απου εμάδια και λέει: «Μωρέ αεροπλάνα γροικώ!». Και γνοιασμένος εγάηρε όθε το βοριά κι έκανε ηλιοκάλυβο με τη χέρα ντου κι εστράφαινε στον ουρανό. Τοτεσάς άφησα κι εγώ το γαλατοκούτι με τσ’ ελιές παραξενεμένος κι επήγα κοντά του, κι αρχίνιξα κι εγώ να στραφαίνω τον ουρανό. Η γι αλήθεια είναι πως δεν επρόλαβα να ξανοίξω καλά καλά τον ουρανό, κι ακουστήκανε κανονιές. Ητανε τ’ αντιαεροπορικά π’ απολεμούσανε να των ανακόψουνε τη πορεία ντων όθε το φονικό ντωνε προορισμό. Εγώ τουτηνά την ώρα, εσοντήρουνα τα νεφαλάκια απου εσχηματίζουντανε στον ουρανό από τσ’ εκρήξεις. Κι η μάνα μου με τραβόσερνε ν’ ασκιάξω σε κιανένα δεντρό για να με προστατέψει από τα βλήματα. Ωστόσο είχανε πρεμαζωχτεί κι άλλοι χωριανοί από τα γύρω λιόφυτα. Κι εγροίκουνα και λέγανε για το πόλεμο απού μας εκήρυξε η Ιταλία. Τ’ αεροπλάνα εσυνεχίσανε ανενόχλητα τη πορεία ντωνε όθε τη χώρα, γιατί τα αεροπλάνα ήταν σε μεγάλο ύψος και δεν εκιντυνεύανε πρέπει από τ’ αντιαεροπορικά μας. Και σαν εφτάξανε στον προορισμό ντωνε εξεφορτώσανε τσοι φονικές τωνε μπόμπες σε διάφορα σημεία των Χανιών. Απόκεια κι ύστερα, εγροίκουνα τον αφέντη μου ν’ αναρωθιέται απομοναχός του ποια να ‘τανε τ’ αποτελέσματα από το βορβαδισμό. Γι’ αυτό κι όταν εσκολάσαμε επέταξε τα ελιδόρουχα βιαστικά και πήρε το δρόμο για τη χώρα, με τα πόδια φυσικά.
Η μάνα μου, εσυνέχιζε να μπαινοβγαίνει στο σπίτι για να ετοιμάσει το δείπνο μας και να κάμει όσες δουλειές προλάβει από τσοι πολλές απού ήτανε ακάματες, λόγω τσ’ ολοήμερης απουσίας τση στσ’ ελιές. Οταν εγάηρε ο αφέντης μου από τη χώρα, εμείς εκαθουμέστανε στο τραπέζι για να δειπνήσουμε. Το ταπεινό λυχναράκι εφώτιζε τα γεμάτα από αγωνία και περιέργεια πρόσωπά μας. Η γι αγωνία μας όμως εμεγάλωσε σαν εμπήκε μέσα ο αφέντης μου, απου ήτανε ολοφάνερα ζωγραφισμένη στη μούρη ντου η στενοχώρια.
Τα χαμπέρια ήτανε τραγικά. Στο Μεϊντάνι και στη Σταφιδική, περιοχές τω Χανιώ, ήτανε σκοτωμένοι αθρώποι και σπίθια μεσοβουλισμένα από το βορβαδισμό. Τουτανά ήτανε τα πρώτα μου ακούσματα για τον Πόλεμο του 1940. Γιατί αποκειά κι ύστερα, οι γι εμπειρίες και τα ακούσματά μου κάθε μέρα και πληθαίνανε. Γιατί από ταχιά κιόλας, η μάχιμοι χωριανοί επιστρατεύοντανε, το χωριό άδειαζε από τσ’ άντρες. Οι γι αρραβωνιαστικιές εχωρίζανε από τσ’ αρραβωνιαστικούς των. Οι χαιράμενες από τσ’ άντρες τωνε, τα κοπέλια από τσ’ αφεντάδες τωνε, οι γι αδερφές από τσ’ αδερφούς κι οι μανάδες από τσοι γιους τωνε. Οι γυναίκες εφορτώνουντανε εδά μπλιο στσοι πολυφορτωμένους ώμους τωνε και τσ’ αγροτικές υποχρεώσεις των αντρώ. Κι αναζητούσανε να πάρουνε θάρρος, δύναμη, παρηγοριά κι ελπίδα τσ’ αργαδινές από τα ‘κονοστάσια τω σπιθιώ ντωνε. Γι’ αυτό κι άφτανε από νωρίς τα καντηλάκια τωνε κι εθυμιάζανε κιόλας. Κάθε σούρουπο εσωριάζουντανε στο παραθύρι του καφενέ για ν’ ακούσουνε, γροικάς, τα νέα από το ράδιο. Κι ύστερα αναρωτούσε η μια την άλλη είντα κατάλαβε. Τα πρωινά επολιορκούσανε το ταχυδρόμο, τον κυρ Νίκο, απου επέρνα βιαστικά για να προλάβει για να πάει και στ’ άλλα χωριά, και τσ’ ενημέρωνε συνήθως απ’ αλάργο, με το χαραχτηριστικό, «τίποτα – τίποτα».
Ετσα επερνούσανε οι μέρες κι οι βδομάδες. Με αγωνία, σειρήνες, αεροπορικές επιδρομές, κιντύνους και κακά χαμπέρια, απόκεια κι ύστερα. Ωστενά πούρθε η γι οπισθοχώρηση. Κι ήρθανε, όσοι ‘ρθανε, γιατί πολλοί εθαφτήκαν εκειά στσοι παγωμένους τόπους τσ’ Αλβανίας, μαζί με τα όνειρα και τσ’ ελπίδες τωνε για πάντα. Τουτεσάς τσ’ ώρες περνοδιαβαίνω με τη σκέψη μου τσ’ αγνώστους για μένα τόπους τση Θυσίας σας και καταθέτω τη μεγάλη μου ευγνωμοσύνη και τον απέραντο σεβασμό μου στη μνήμη σας, πανάξιοι Ηρωες τση πατρίδας μας, απου εύχομαι να είναι αιωνία.
Από τσ’ αποδέλοιπους από εγλυτώσανε από τσοι κιντύνους του μετώπου, εμαθαίναμε τσοι ταλαιπωρίες, τσοι κακουχίες και τα βάσανά ντωνε. Κι όμως κάθε φορά απου εγροικούσανε για το Επος τσ’ Αλβανίας, εχαμογελούσανε ικανοποιημένοι απού ήτανε παρόντες και κείνοι σε τουτονά τον αγώνα. Ο συγχωρεμένος αφέντης μου ως και τα βαθιά ντου γεράματα, κάθε φορά απου εγροίκα για τουτονά το πόλεμο αναντράνιζε κι ήλεγε με ιδιαίτερο ρητορικό ύφος το τραγουδάκι ντου: «Στη Τρεμπεσίνα έφταξε η 5η Μεραρχία/ κι εκειά τηνε δείξαμε τση Κρήτης την αξία», κι εχαμογέλα ικανοποιημένος, γιατί ‘κείνος είχε κάμει το καθήκο ντου προς τη πατρίδα. Μπορεί βέβαια να ‘τανε άδικη η γι εισβολή τση πολιτισμένης Ευρώπης κατά τση πατρίδας μας. Μα εξίσου επιβεβλημένο ήτανε το Ηρωικό ΟΧΙ απού εβροντοφώναξε σύσσωμος ο ελληνικός λαός. Οι συνέπειες και οι θυσίες μεγάλες κι οι εμπειρίες πολλές. Κι όμως οι δυνατοί τση γης συνεχίζουνε να επιβάλλουνε την ειρήνη διά των όπλων. Είναι η αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια η γι αθρώπινη υποκρισία και το θράσος προβάλλονται σαν αρετές.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Ώρα καλή σας αναγνώστες και αναγνώστριές μου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ακλούθηξε = Ακολούθησε
Τρουλίτης = Μικρό πουλί φαιόχρωμο με τρουλί (λοφίο) στο κεφάλι
Κλαδερό = Θαμνώδεις εκτάσεις
Τραβαγιάρω = Κάνω φασαρία
Μαξούλι = Εισόδημα
Μιστρώνω = Τραυματίζω
Ντέμπλα = Μακρύ ξύλο για το ράβδισμα των δέντρων
Αφέντης = Ο πατέρας
Γροικώ = Ακούω
Εγάηρε = Εγύρισε
Οθε = Προς
Ηλιοκάλυβο = Προστάτευε με το χέρι ντου τα μάτια του από τον ήλιο
Στραφαίνω = Κοιτάζω
Ξανοίγω = Κοιτάζω
Απολεμώ = Προσπαθώ
Ταχιά = Αύριο
Χαιράμενες = Παντρεμένες
Εδά μπλιο = Τώρα πια
Αναντράνιζε = Ανασηκώνουντανε
* Δεν το ξέρω προσωπικά "Το Γεροντάκι", διαβάζω, όμως πάντα τη στήλη του "Η Γωνιά του Καφενείου", στα Χανιώτικα νέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου