“ ΠΟΤΕΣ ΘΑ ΚΑΜΕΙ ΞΕΣΤΕΡΙΑ: TOY ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ
( Αναλυτικός αλλά και λίαν αγαπητικός ο λόγος τού και συναδέλφου μου στη Δασκαλοσύνη, αλλά και στη συγγραφή μερωτικού συντέκνου μου Γιάννη Τζεμανάκη για την Ξεστεριά μου στα " Χανιώτικα νέα" τις προάλλες! Κατάπολλα τα ευχαριστώ μου... )
Γράφει ο Γιάννης Τζεμανάκης
200 χρόνια από τη μεγάλη επανάσταση της Κρήτης (1821-2021) και ο δάσκαλος, συγγραφέας, ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος Βαγγέλης Κακατσάκης μας πρόσφερε, σε συνεργασία με το Μουσείο Τυπογρφαφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη κα την υποστήριξη τη εφημερίδας «Χανιώτκα νέα», το νέο του πνευματικό παιδί «Πότες θα κάμει ξαστεριά».
Σε τούτο το μεστό από ιστορικές μνήμες βιβλίο ο συγγραφέας: Αναθιβάλει και παραθέτει τις θύμησες που ιερή παρακαταθήκη κουβαλά παιδιόθεν στη ψυχή του. «Η θύμηση έχει να κάνει με τις ιστορίες που άκουγα από τη γιαγιά μου στα μικράτα μου. Για τα κομμένα κεφάλια των επαναστατών που περιέφεραν οι Τούρκοι στα χωριά του Αποκόρωνα πάνω στις τουφεκόβεργες- ένα από αυτά και ενός παππού καπετάνιου» (σελ.14)
Διαβάζει την ιστορία της Κρήτης,
περιγράφει γεγονότα και προβάλει πρόσωπα
καπεταναίων και αγωνιστών που αψηφούσαν
τη ζωή τους για το πολυπόθητο ιδανικό
της ελευθερίας.
Η Ζωή χωρίς ελευθερία
ήταν θάνατος και ο θάνατος ελευθερία.
Αφόρητη η ζωή τους, δεν άντεχαν πια τις καθημερινές βιαιοπραγίες του Τούρκου δυνάστη. Η σπίθα της λευτεριάς που έκαιγε τα συθέμελά τους γίνηκε σιγά, σιγά αστραπή, κραυγή και πύρινη φλόγα, που απλώθηκε στους κάμπους, τις ρεματιές και τα κορφοβούνια.
Άφουγκράζονταν οι άντρες το σούσουρο στις φυλλωσιές των δέντρων, αναπετάριζε η καρδιά τους, ξεχύνονταν στις πλατείες, αδιόρατο χαμόγελο αχνογράφονταν στα χείλη και τα μάτια τους με τρόπο μαγικό, υπερβατικό, μιλούσαν και μετέφεραν το μήνυμα του ξεσηκωμού.
Πότες θα κάμει ξαστεριά μωρέ; ψέλλιζαν τα βράδια στην αποσπερίδα τα παλληκάρια και λάδωναν τις κάνες των ντουφεκιών τους να ξεσκουριάσουν. Ψιλανεμίζονταν από τον οντά μανάδες και κόρες. Λογάριαζαν τη μοίρα τους, μετρούσαν τα βάσανά τους, σκέπτονταν το αύριο που ξημέρωνε και ένα δάκρυ όργωνε τα μάγουλά τους.
Βοήθα Παναγιά μου, στο αίμα που θα χυθεί να φυτρώσει η λευτεριά προσεύχονταν. Βοήθα Παναγιά μου ν’ αντέξουμε του καινούριου σηκωμού τη μπόρα.
Χρόνο με το χρόνο ο φόβος έδινε τη θέση του στο θάρρος, την πίστη, την αποφασιστικότητα. Η μεγάλη ώρα πλησίαζε. Ο ταπεινός λευίτης, ο παπά Μανόλης, φιλήσυχος τάχατες δεν έχανε ευκαιρία. Μάζευε τους χριστιανούς, κάτω από τα βλέμματα του Τούρκου Χασάν Μπέη, στην εκκλησιά τ’ Άη Γιώργη και τους έλεγε ιστορίες για τη θαμμένη καμπάνα και το Χριστό που θα τους βοηθούσε να μην τουρκέψουν. Άκουγαν, άκουγαν οι Χριστιανοί και πιότερο κάθε μέρα πίστευαν στο θαύμα. Η σκέψη και ο «ξεχασμένος» ήχος της καμπάνας αναπτέρωνε το ηθικό. Χτυπούσαν το καμπαναριό της καρδιάς τους κι εκείνο έτρεμε σύγκορμο κι ένιωθαν να κοινωνούν τα πάθη και την ανάσταση της πατρίδας.
Τίποτα πια δεν ήταν ίδιο. Ο Άϊ Γιώργης, μπροστάρης, έσπρωχνε τη σκέψη του αμούστακου Βασίλη να ρωτά την μαυροφορεμένη, πεισματάρα μάνα του: «Πότε θα γίνω κι εγώ αψηλός και όμορφος μάνα, αψηλός, σαράντα πήχες στο μέγαλος κι όμορφος σαν τον Άη Γιώργη!». και ο «αναθεματισμένος», ο αλαφροΐσκιωτος, με τα σιδερικά ζωσμένος καλόγερος, πότε από την κορφή τ’ Αή Λιά, πότε από την πλατεία και τους δρόμους του χωριού, έσπερνε το «Χριστός Ανέστη» κι ας ήταν η φούρια του χειμώνα και η λαύρα του καλοκαιριού.
Λίγο πιο πέρα, στα πίσω χωριά του Σελίνου, στο Πανηχώρι ο Θοδωρομανόλης που δεν άντεχε άλλο τις καθημερινές προσβολές, τις ατιμώσεις και τους εξευτελισμούς των γυναικών έπαιζε τη λύρα του κι έπλεκε στις χορδές της τον επιθανάτιο σκοπό της πάλης του με τον φοβερό γενίτσαρο Εμίν Βεργέρη. «Σώπασε εδά Εμίν Αγά με τα παράξενά σου για θα βρομέσει ο γλετζές που κάνει η αφεδιά σου». Και μια μέρα, μετά το ζεύκι στο σπίτι του Κομπιτσομανόλη, ανέβηκε στη συκιά κι έβαλε το ντουφέκι του να συνοδέψει το σκοπό που παραζαλισμένος και χορτάτος σιγομουρμούριζε ο Εμίν Αγάς.
«Εφάγαμε και ήπιαμε και κάμαμε και
ζεύκι,
ως τοσονά ΄τανε γραφτό ήταν
κα κισιμέτι».
Ίδιος ο αγώνας, η αγωνία και η πάλη του Γιώργιακα στην Αγία Ειρήνη, του Καλογερογιάννη στο φαράγγι, των Χάληδων στο Θέρισο και πλειάδας άλλων χαϊνηδων σ΄ όλη την Κρήτη που δεν τους χωρούσε ο τόπος, σκαρφάλωναν, αγρίμια όντες, στα χιονισμένα βουνά και ετοίμαζαν το μεγάλο σηκωμό.
Πέρασε ο χειμώνας. Γονατιστή η Άνοιξη γλυκοφιλούσε τη γη που ντύνονταν με την ολόφρεσκη πράσινη φορεσιά της. Λαμπρός ο ήλιος στον ουρανό έφεγγε και ζέσταινε τα πλάσματα του Θεού.
Μπήκε ο Απρίλης. Οι μοναχοί στο μοναστήρι της Χρυσοπηγής, Πάσχα ήταν, έψαλλαν το Χριστός Ανέστη, μα δεν πρόλαβαν να το τελειώσουν. Το αίμα από τις πληγές του Χριστού, από τις πληγές της Κρήτης, αντάμωσε με το αίμα τους, έσταξε στην πρασινάδα της γης και εκείνη αίφνης φύτρωσε κατακόκκινες παπαρούνες. Η Ανάστασης ήταν κοντά.
Η κραυγή του θρήνου, φούντωσε τη φωνή της εκδίκησης που φτερούγιζε στον Αποκόρωνα, το Σέλινο και τα Σφακιά. Από τα Γλυκά Νερά ο Μανουσογιαννάκης έμπεψε στους Χάληδες το μήνυμα της απόφασης μα και τους δισταγμούς των Σφακιανών, « αν σηκωθούν μαζί τους και οι άλλοι καπετάνιοι της Κρήτης.» στο άκουσμα αυτό συννέφιασε ο Βασίλης μα η απόφαση του σηκωμού παρέμενε σταθερή στη σκέψη του. «Μα είναι λόγος αυτός…ούλη η Κρήτη θα σηκωθεί!»
Στην εκκλησιά της Παναγιάς όπου συνάχθηκαν οι καπεταναίοι τω Σφακιώ, προσπαθούσε, μάταια, να τους μεταπείσει. Οι σφαγές και τα παθήματα τους στην επανάσταση του Δασκαλογγιάννη το 1770 τους έκαναν δύσπιστους. «Λέω πως πρέπει να σηκωθεί όλη η Κρήτη» «..τότες ήταν άλλες εποχές …». έλεγε και ξανάλεγε. Πάνω στην ώρα από την πόρτα τς΄ εκκλησιάς ακούστηκε η βροντερή φωνή του Σήφακα και του Ξέπαπα. Η παρουσία τους αναθάρρεψε τη σύναξη που ξεπέρασε κάθε ενδοιασμό όταν αναπάντεχα έκανε την εμφάνισή του ο μέχρι πρότινος Χουσεΐν Μπέης, ο λεβεντόκορμος Μιχάλης Κουρμούλης. «Χριστός Ανέστη αδέλφια!» «Η Κρήτη Ανέστη» βροντοφώναξε. Δεν πρόλαβαν να απαντήσουν «Αληθώς Ανέστη» και η κουμπούρα του Μανουσογιαννάκη παίρνει φωτιά και μαζί της άλλες και άλλες.
Από την άκρη της σύναξης ένας ήχος γλυκός συνοδεύει το πανηγύρι τούτης της Ανάστασης. Είναι ο Στέφανος, ο αδελφός του Βασίλη, που με τη λύρα του σιγοτραγουδεί:
«Πότες θα κάμει ξαστεριά, πότες θα
φλεβαρίσει
Να πάρω το ντουφέκι μου,
την όμορφη πατρώνα,
Να κατεβώ στον
Ομαλό….»
Σφιχταγκαλιάζονται οι καπεταναίοι, δάκρυα χαράς τρέχουν τα μάτια. Η Κρήτη είχε αποφασίσει….
Στη Σπλάντζια, στην εκκλησιά των Αγίων Αναργύρων, πλήθος χριστιανών με φόβο και κατάνυξη παρακολουθεί την Αναστάσιμη λειτουργία. Ξάφνου, γιγαντόσωμη, αρματωμένη προβάλει στη θύρα η μορφή του Χουσεΐν. Παγώνει το εκκλησίασμα, κρύος ιδρώτας λούζει το κορμί τους. Ήρθε το τέλος συλλογούνται. Ατάραχος προχωρά, κάνει το σταυρό του, γονατίζει. Τρέμουσα η φωνή του Δεσπότη προσκαλεί τους πιστούς στο Μέγα Μυστήριο.
«Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Πλησιάζει. Ένα δάκρυ χαράζει τα μαγουλά του. Ευλαβικά κάνει το σταυρό του «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Μιχαήλ εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον», μόλις ακούγεται η φωνή του Δεσπότη. Κοινωνεί! Αστράπτει το πρόσωπο του. Σταυροκοπιέται και αθόρυβα εξαφανίζεται. «Χριστός Ανέστη» ακούγεται ξανά η φωνή του Δεσπότη. «Αληθώς Ανέστη» ανταπαντά, ήρεμο τώρα, το εκκλησίασμα και με πάλλουσα τη φωνή συμπληρώνει «Η Κρήτη Ανέστη».
Ο αγώνας και η θυσία του Δασκαλογιάννη, ο αδόκητος θάνατος της Μαριγώς από το ύψωμα τ΄ Άη Λια, τα δάκρυα της καλόγριας Μαρίας, το αίμα των εκατοντάδων σφαγιασθέντων, οι μαυροφορεμένες γυναίκες, τα ορφανά παιδιά, οι αφανείς άγνωστοι στρατιώτες, οι εθελοντές του ιερού αγώνα, τα αμούστακα παλληκάρια και οι κοπελιές της Κρήτης, οι γερόντισσες και οι μανάδες που έζησαν την βαρβαρότητα του αιμοβόρου κατακτητή, τα καπνίζοντα χαλάσματα, η Κρήτη ολάκερη έβλεπαν και χαίρονταν καθώς ο δικός τους πόνος, η δική τους θυσία ήταν ο σπόρος που άρχισε να φυτρώνει τη Λευτεριά.
Χανιώτικα νέα (26.2.2021)https://www.haniotika-nea.gr/potes-tha-kamei-xasteria-toy-vaggeli-kakatsaki/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου