Η "ΞΕΣΤΕΡΙΑ" ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ Δ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
( Και στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ μου φιλοξενείται σήμερα η υπέροχη παρουσίαση της ΞΕΣΤΕΡΙΑΣ μου που ανήρτησε πριν από μέρες στη σελίδα του στο ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ο και καλός μου φίλος ξεχωριστός συγγραφέας και ποιητής Λουκάς Δ. Παπαδάκης. Υπόχρεος στην αγάπη σου ΦΙΛΕ! Χαιρετώ σε κι αγαπώ σε!)
Γράφει ο Λουκάς Δ. Παπαδάκης*
Παίρνω στα χέρια μου το νέο βιβλίο με διηγήματα του ποιητή Βαγγέλη Θ. Κακατσάκη με τίτλο «Πότες θα κάμει ξεστεριά» και ο νους μου γυρίζει πίσω πενήντα χρόνια, στο 1971, στην πρώτη μου επίσκεψη στα Χανιά. Εκείνο το πρωί τού Ιούλη ανεβαίναμε για τον Ομαλό και μέσα στο Ford Taunus, ο αδερφός μου δυόμισι χρονών, εγώ άκλειστα οκτώ, ξελαρυγγιζόμασταν τραγουδώντας με τους γονείς μας το «Πότε θα κάμει ξαστεριά». Ο πατέρας μάς το εξήγησε και μας παράγγειλε να μην το πούμε αλλού, γιατί απαγορεύεται και θα μας κλείσουν όλους φυλακή. Στον καθρέφτη τού παρμπρίζ μπορούσα να δω το χαμόγελό του.
Εφτά δηγήματα – εφτά ιστορίες από τους αγώνες για την ελευθερία τής Κρήτης από τους Τούρκους, για την ελευθερία τού ανθρώπου από τον άνθρωπο, γράφει και μας παρουσιάζει ο καλός δάσκαλος και τις αφιερώνει στον αδερφό τού παππού του οπλαρχηγό Θεοκλή Νικ. Κακάτση, που «…σαν αετός πετά ψηλά που ’χει χρυσές φτερούγες, / την Κρήτη θέλει λεύτερη», κατά πώς τον τραγουδάει ένα νεοριζίτικο.
Και τι ιστορίες… Το θαύμα της καμπάνας, η χήρα η Μαριγώ, o Χουσεΐν-αγάς που αναστήθηκε καπετάν-Μιχάλης Κουρμούλης, ο καλόγερος με το σκολειό του, που σε προετοιμάζει για την ανώτατη φοίτηση, για την Αγιά Σοφιά, το μέγα σχολείο, τη σοφία του Θεού τη «χτισμένη μέσα μας».
Θέματα που σήμερα υποβαθμίζονται ή και παρασιωπούνται, για να επιβληθεί μια ανάγνωση ιστορίας, όπου μας υποβάλλεται ότι το Οθωμανικό ήταν ένα κράτος δικαίου, κατά τον νόμο τού Αλλάχ, και ότι αποδειχθήκαμε «αγνώμονες γκιαούρηδες», και τέτοιοι θα εννοούμαστε για όσο δεν θα ασπαζόμαστε το Ισλάμ. Θέματα όπως το παιδομάζωμα, ο γενιτσαρισμός, ο κρυφοχριστιανισμός, διαβάζονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου καθώς τ’ ακούγαμε από τους παππουδολαλάδες μας. Είναι από εκείνα τα παραμύθια που ξυπνούνε τον σκλαβωμένο να πει στους προσκυνημένους: «Δεν είναι θέλημα Θεού να ’χουμε τον Τούρκο από πάνω μας!».
Η Ιστορία που μεταδίδεται από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά δεν είναι για να δικαιώσει τη ζωή μας, αλλά για να δείξει πώς η ύπαρξή μας μπορεί να καθαγιαστεί. Δια της πραγματικότητας υπηρετούμε την αλήθεια, αυτή είναι η υπέρτατη του ανθρώπου ανάγκη. Το έγραψα στην εισήγησή μου στο συνέδριο της Εκκλησίας τής Κρήτης για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του Εικοσιένα για τη δημοτική ποίηση, αλλά ποίηση πολλή έχουν και οι λαϊκές ιστορίες: «Η δημοτική ποίηση, η οποία και αρθρώνεται συγχρόνως με τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται, και παρά τις όποιες υπερβολές τις οποίες δικαιολογεί η Τέχνη, αποδίδει με εντιμότητα την πραγματικότητα. Άλλωστε μόνο έτσι μπορεί να γίνει τραγούδι στο στόμα του λαού, ο οποίος, έχοντας μόλις βιώσει αυτά που περιγράφονται, ουδέποτε θα αποδεχόταν όχι μόνο το ψέμα, αλλά ούτε και ανακρίβειες».
Ο Κακατσάκης, χρησιμοποιώντας τον σπανιότερο τύπο «ξεστεριά», αποδίδει καλύτερα τον κοσμοχαλασμό μιας επανάστασης, αφού παραπέμπει νοερά στο ξεστερ(γ)ιώνω, γκρεμίζω δηλαδή εκ θεμελίων κάτι και, εν προκειμένω, τον τρόπο και την αντίληψη ζωής, που θέλει να επιβάλει ο δυνάστης. Βεβαίως αυτός που εξισλαμίζεται και μετ’ ου πολύ τουρκεύει κουβαλά μέσα του τον φόβο και την ντροπή τού ανθρώπου εκείνου, που δεν άντεξε και υποτάχθηκε. Και πάνω κει, στον φόβο και τη ντροπή, ορίζει τον βίο του· αυτή και είναι η φρικτότερη δουλεία, να γίνεις εσύ ο ίδιος δυνάστης, το άχθος αρούρης: «Αυτός ο Εμίν-αγάς Βέργερης, που καταγόταν από Φραγκάρχοντες εξωμότες, ήταν ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή των Πίσω Χωριών του Σελίνου. Είχε γλυτώσει ο σκύλος απ’ το μαχαίρι του Χατζή Οσμάν πασά του Πνιγάρη και τώρα έκανε ό,τι μπορούσε για να δείξει την απανθρωπιά του. Οι Χριστιανοί δεν όριζαν ούτε περιουσία, ούτε τιμή, ούτε ζωή. Δεν το ’χε σε τίποτα να βάνει στο σημάδι τους Χριστιανούς που περνούσαν κοντά απ’ τον πύργο του. Μα η μεγάλη του αδυναμία ήταν να καλεί σε γλέντια τις γυναίκες και να τις βάνει να χορεύουν ολόγδυμνες».
Ένας λαός υπόδουλος ήταν οι Έλληνες, ένας λαός δούλος είναι οι σημερινοί Τούρκοι. Συνολικά; Βεβαίως και όχι. Έχουμε κι εμείς ανελεύθερους, έχουν και οι Τούρκοι ψυχές αδούλωτες. Που γνωρίζουν και αναγνωρίζουν τα εγκλήματα του εκτουρκισμού και της γενοκτονίας τών Αρμενίων, των Ασσυρίων, των Ελλήνων, των χριστιανών της Ανατολίας. Ο φόβος και η ντροπή εξοντώνουν ή εκπατρίζουν ό,τι το διαφορετικό. Αυτά που πέρασαν και περνούν οι δυστυχείς αυτοί άνθρωποι κάπως αποτυπώνονται στην τουρκική σειρά «Το κλαμπ», που προβάλλεται στο Netflix. Για σκεφτείτε, στον αιώνα μας, μια τραγουδίστρια, η Σεζέν Ακσού, το «Μικρό Σπουργίτη» της Τουρκίας, απειλείται, επειδή το τραγούδι της «Είναι υπέροχο να ζεις» έχει τους εξής στίχους: «Δεν ξέρουμε τι μας περιμένει. Καβαλήσαμε το άγνωστο και πάμε προς την καταστροφή. Δώστε τους χαιρετισμούς μου σε αυτούς τους αδαείς την Εύα και τον Αδάμ». Και μάλιστα στις απειλές συμμετέχει ο Πρόεδρος της Τουρκίας: «Καμία γλώσσα δεν μπορεί να δυσφημίζει τον προφήτη μας Αδάμ και να λέει αυτές τις λέξεις για την μητέρα μας Εύα. Είναι καθήκον μας να κόψουμε αυτές τις γλώσσες!».
Είχα την τύχη να γνωρίσω Τουρκοκρητικούς πριν από λίγα χρόνια. Θαυμάσιοι άνθρωποι, αδέρφια μου. Με τον πόνο και αυτοί της προσφυγιάς. Η Ελλάδα είναι πατρίδα τους. Όμως… Κάποιοι από αυτούς, το αντελήφθην εκ των υστέρων, υπηρετούν δυστυχώς εθνικιστικές σκοπιμότητες. Γι’ αυτούς τους εξισλαμισμένους Κρητικούς, οι οποίοι εξακολουθούν να είναι δέσμιοι του βάρβαρου αυτοκρατορικού παρελθόντος, γράφει με σπάνια ευθύτητα ο Πάτρικ Λη Φέρμορ: «Όταν έπεσε το Ηράκλειο [1669], παραπάνω από τους μισούς κατοίκους του νησιού γύρεψαν ασφάλεια και ευκαιρίες προσχωρώντας στο ισλάμ: τούρκεψαν, και από τότε εξωθούσαν τους πασάδες και τους γενίτσαρους στον κατατρεγμό των σκληροτράχηλων και ανυπότακτων ομοφύλων τους. (…) Όσο για τους απογόνους των αρνησίθρησκων του νησιού, χάθηκαν όλοι: έφυγαν κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών –που τόσο καλά περιγράφει ο Παντελής Πρεβελάκης– με βαριά καρδιά: γιατί, αν και μουσουλμάνοι, είχαν γνήσια κρητική καταγωγή. Μια καθυστερημένη νέμεση τους σκόρπισε στα παράλια και στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Βρίσκεις κάτι πολύ γέρους που φοράνε ακόμα βράκες να κάθονται στα καφενεία της Αττάλειας και του Κουσάντασι ή να περιπλανούνται στα ερείπια της Περγάμου: σαστισμένους γκριζογένηδες που τους λένε Ρουστέμ ή Μαχμούτ ή Σαλίμ, χωρίς να έχουν τούρκικο αίμα, και που ξέρουν μόνο λίγες λέξεις από τη γλώσσα, και ίσως την αραβική επίκληση από τον μιναρέ και τον πρώτο στίχο από το Κοράνι. Κατά τ’ άλλα, σε θαυμάσια ολοκάθαρη κρητική διάλεκτο, που ο χρόνος, η ιστορία και η απόσταση δεν την άφησαν να χαλάσει, μιλάνε για τα χαμένα χωράφια τους, τα περιβόλια και τ’ αμπέλια –γιατί έπιναν ακριβώς σαν τους χριστιανούς –σαν να ’χουν εξοριστεί από τον παράδεισο. Μερικοί είχαν γυρίσει στο νησί για μια βδομάδα «μόνο για ν’ ανασάνουν τον αέρα του». Υποσυνείδητα, θα ’χουν μετανιώσει για την αδυναμία των προγόνων τους…». [Patrick Leigh Fermor, Ρούμελη, Οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδα, Εκδόσεις Κέδρος, 2009, και «Το Βήμα», 2010, σελ. 185, 186]
Το βιβλίο τούτο ήρθε στη σωστή ώρα και δεν εννοώ επετειακά. Αφουγκράζομαι και ακουμπώ στα λόγια τού αγαπητού μου Βαγγέλη, «στις ιστορίες που άκουγε από τη γιαγιά του, στα μικράτα του», τούτες τις ώρες που μια φοβισμένη τουρκική κυβέρνηση επενδύει στον φόβο. Χρειαζόμαστε κάτι τέτοια, για να μην λησμονούμε στιγμή ότι είμαστε απόγονοι ανθρώπων που αγάπησαν την ελευθερία. Διότι, βεβαίως, κατά τους Έλληνες τίποτα δεν είναι σπουδαιότερο για τον άνθρωπο από την ελευθερία. [Ουθέν μείζον ανθρώποις Έλλησιν ελευθερίης]
*οδοντίατρος, συγγραφέας- ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου