Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΤΑΠΕΙΝΗ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΗΡΕΜΗ ΒΡΟΧΗ






Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε… Δεν έλεγε να σταματήσει, και γιατί να σταματήσει η ήρεμη βροχή, που είχε αρχίσει πριν από εφτά ώρες και πήγαινε για εβδομήντα εφτά,/ ατέλειωτος ο Παρατατικός. Eβρεχε!
Eβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε/ έβρεχε… Όπως το “Κύριε ελέησον”, ακούγεται, έτσι και το διαβάσουμε, όπως αυτό που λένε οι παπάδες στην τελετή της Ύψωσης του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, την ημέρα της Χάρης του. Έβρεχε!
Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε… Ευλογία η βροχή, όταν βρέχει, όπως έβρεχε, σαν δώρο του ουρανού στη γη, δώρο δηλωτικό του έρωτα του εραστή στην ερωμένη του. Έβρεχε!
Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε… Και να περπατάς τραγουδώντας δίχως ομπρέλα στη βροχή είναι ωραία, όταν βρέχει, όπως έβρεχε, το κέφι σου κάνεις. Έβρεχε!
Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε… “Βρέχει βρέχει και (χάριν ομοιοκαταληξίας) χιονίζει/ κι ο παπάς χειρομυλίζει/ και η γάτα μαγειρεύει/ και ο ποντικός χορεύει”, όλα καλά, όλα ανθηρά. Έβρεχε!
Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε… Ωραία να βλέπεις την βροχή, όταν βρέχει, όπως έβρεχε, απ’ το παράθυρό σου, τίποτα να μη σε νοιάζει, τίποτα να μη σκέφτεσαι, μεγάλη υπόθεση το κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι σου. Έβρεχε.
Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε, εβρεχε, έβρεχε,/ έβρεχε… “Μια σκηνή για τον άστεγο”, ο τίτλος της καμπάνιας που ετοίμαζε η Μη Κυβερνητική Οργάνωση “Όταν βρέχει” στην τηλεόραση, έχει κι αυτός το δικαίωμα ν’ απολαμβάνει την ευλογία, της βροχής, λέει. Έβρεχε…


Η λεβεντιά ‘ναι μια πληγή






«Πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν είναι τόσο έκδηλη η αίσθηση της λεβεντιάς. Ο χαρακτηρισμός αυτός περιλαμβάνει πολλά χαρακτηριστικά: την ορμή και τη φλόγα της νιότης, το χιούμορ, τη γρηγοράδα στη σκέψη και στις πράξεις, τη δεξιοτεχνία στο σημάδι, την απλοχεριά, τις επιτυχίες με τα κορίτσια, την ικανότητα να πίνεις κρασί, να αυτοσχεδιάζεις μαντινάδες, να γλεντάς και να χορεύεις σαν το πουλί που πετά… Λεβεντιά είναι η όρεξη για μια ζωή που θες να τη ζεις επικίνδυνα και να είσαι έτοιμος για τα πάντα». Περί κρητικής λεβεντιάς ο λόγος, έτσι όπως την περιγράφει σ’ ένα από τα βιβλία του για την Κρήτη ο Πάτρικ Λη Φέρμορ (1915 – 2011) που έπαιξε, ως γνωστό σημαντικό ρόλο στη Μάχη της Κρήτης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπήρξε ο μεγαλύτερος ταξιδιωτικός συγγραφέας της εποχής μας. Ωραίος!
Με αφορμή τη διάλεξη του ιστορικού πρώην πρέσβη της Μ. Βρετανίας στην Αθήνα Sir Michael Llewellyn Smith με θέμα “Ο Πάτρικ Λη Φερμορ και η Κρήτη” που διοργανώνει ο Φιλολογικός Σύλλογος Χανίων “Ο Χρυσόστομος” στην αίθουσα του την ερχόμενη Δευτέρα 9 Οκτωβρίου, το παραπάνω απόσπασμα, που το βρήκα στο σχετικό δελτίο Τύπου. Και για να κάμω μια στάση στην κρητική λεβεντιά, στην λεβεντοσύνη, όπως την λέμε αλλιώς, που δεν είναι ωστόσο σε τελική ανάλυση μόνο το “φαίνεσθαι”.
«Η λεβεντιά ‘ναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει/ Θε μου και πως τηνε βαστά εκείνος που την έχει». Την άκουσα, πρώτη φορά, πάνε χρόνια από τότε, να την τραγουδά τούτη τη μαντινάδα ο αξέχαστος Νίκος Ξυλούρης και τη φέρνω κάθε φορά που γίνεται λόγος για τη λεβεντιά στον νου μου. Μια απ’ τις αγαπημένες μου που μ’ αρέσει να την τραγουδώ κιόλας, όταν το καλέσει η περίσταση σε χαρές μετά το ριζίτικο “Τ’ αγρίμι στέκει στο τζουγκρί”. Δεν το συζητώ! Συμφωνώ απόλυτα με τον Χαΐνη Δημήτρη Αποστολάκη, που αναφερόμενος στην ίδια μαντινάδα γράφει ότι η λεβεντιά δεν έχει ανάγκη από καμιά επίδειξη…

Χανιώτικα νέα (Παρασκευή, 6.10.2017)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου