Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

ΧΡΥΣΑ


ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ ΜΟΥ ΜΙΣΕΨΕΣ, ΓΛΥΚΥΤΑΤΟΝ ΜΟΥ ΤΕΚΝΟΝ

Γράφει η Χρύσα Κακατσάκη
Αν για τους Έλληνες  το Πάσχα νικά κατά κράτος τα Χριστούγεννα, είναι γιατί στο συλλογικό ασυνείδητο επιβιώνουν  αρχετυπικές  μνήμες και αρχέγονοι μύθοι, όπως του Άδωνη και της Περσεφόνης, στενά συνυφασμένοι με τον αέναο κύκλο της φύσης. Η θεά Δήμητρα, καθισμένη στην Αγέλαστο Πέτρα,  αναζητά γοερά και απεγνωσμένα την εξαφανισμένη κόρη. Αιώνες αργότερα, μια μάνα θεού στρέφει το θολωμένο βλέμμα ψηλά, παρακολουθώντας το γιο της να ξεψυχάει. Στην απορία της  Ω γλυκύ μου έαρ πού έδυ σου το κάλλος  θα ακουστεί σαν μακρινός αντίλαλος  η απάντηση από μια απλή γυναίκα. Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε π’ αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω. Η Παναγία και η μάνα του σκοτωμένου διαδηλωτή Τάσου Τούση στις ματωμένες απεργίες το Μάη του ’36  έσμιξαν  μέσα από τον πόνο και την ποίηση. Τα αντανακλαστικά του Γιάννη Ρίτσου λειτούργησαν  ακαριαία, βλέποντας σε φωτογραφία  του Ριζοσπάστη έναν ασάλευτο μαύρο όγκο πάνω στην άσφαλτο. Ο «Επιτάφιος» γράφεται σε τρεις μέρες μέσα με το συναίσθημα να ξεχειλίζει,  αλλά οικοδομείται σε γερά λογικά θεμέλια, που αντιστοιχούν σχεδόν επακριβώς στα ψυχαναλυτικά στάδια του πένθους,  Το γεγονός του θανάτου και η αποδοχή του,  πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω. Ο θυμός για την απώλεια  που εξωτερικεύεται με τρυφερό παράπονο.  Πού πέταξε τ' αγόρι μου; πού πήγε; πού μ' αφήνει; Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη. Η διαπραγμάτευση, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να επανέλθει η τάξη. Σήκω γλυκέ μου αργήσαμε ψηλώνει ο ήλιος, έλα. Η προσμονή της  Ανάστασης. Να 'χα τ’ αθάνατο νερό ψυχή καινούργια να `χα, να σου 'δινα να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα  και η πίστη πως η θυσία  του θα δικαιωθεί. Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου και ‘γω τραβάω στ' αδέρφια σου και  παίρνω τη φωνή σου.
Οι στίχοι του Ρίτσου αρδεύονται από τα νάματα των δημοτικών τραγουδιών και τα μανιάτικα μοιρολόγια που του είναι ιδιαίτερα  οικεία. Κάτω από τον δεκαπεντασύλλαβο στεγάζονται οι ανάσες και οι αναστεναγμοί της φύσης. Και μου ‘δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα λάδι και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι. Με ανάλογο τρόπο στα «Εγκώμια» της Μ. Παρασκευής η θλίψη διαχέεται σ’ όλη την πλάση.   Ηλλοιούτο πάσα κτίσις, πάθει τω σω. Στους δρυμούς της επιθανάτιας αγωνίας συμπάσχουν πουλιά και ζώα, άνθρωποι και άγγελοι. Και αγγέλλων στρατιαί εξεπλήττοντο, αδυνατώντας να συλλάβουν τα όρια μεταξύ θνητότητας και αθανασίας. Η οδύνη τους  σωματοποιείται. Κοινή η μπηγμένη ρομφαία. Τέτρωμαι δεινώς και σπαράττομαι τα σπλάχνα Λόγε /και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα  σπλάχνα
Κι όταν ο θρήνος καταλαγιάζει ίδια η οργή για τους θύτες: Ους έθρεψε το  μάννα, φέρουσι τω Σωτήρι χολήν άμα και όξος. Ω της παραφροσύνης και της χριστοκτονίας της των προφητοκτόνων/
Ω, γιε μου, αυτοί που σ’ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε
τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.
Ο Ρίτσος γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ μαρξισμού και θρησκευτικότητας,  όπως συμφιλιώνεται στο Χριστό η θεϊκή με την ανθρώπινη υπόσταση. Ωστόσο, η αριστοτελική λύση του δράματος δίνεται με ένα καθολικό αίτημα. Λαώ σου σωτηρίαν δώρησαι ση εγέρσει/ Εμείς κρατάμε όλη τη γης στ’ αργασμένα μπράτσα. Οι  χαροκαμένες μάνες  δεν είναι πλέον η Μαρία από τη Ναζαρέτ και η Κατίνα από το Ασβεστοχώρι. Είναι οι δυο γυναίκες  που σηκώνουν στις πλάτες τους τα θεία πάθη της χριστιανοσύνης και τους καημούς της Ρωμιοσύνης αντίστοιχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου