Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Ενα ταξίδι στην Τυνησία

Γράφει ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ
e-mail: Kakatsakis@sch.gr

Μέρος 2ο

Στον δρόμο των αντικατοπτρισμών




Το βράδυ πρέπει, μέσω Ντουζ και Ματμάτα να βρεθούμε στη Σφαξ, που απέχει από την Τοζέρ γύρω στα 450 χιλιόμετρα, λέει το σημερινό πρόγραμμα, το πρόγραμμα της 4ης μέρας. Φορτώνουμε, λοιπόν, τα συμπράγκαλά μας στα τζιπ, κι έχοντας πάντα φύλακα άγγελό μας τον Μωχάμετ, αφηνόμαστε στις ικανότητες των οδηγών μας. Κι αν έχουν να εισπράξουν εικόνες και ήχους, γεύσεις και χρώματα οι αισθήσεις μας και σήμερα! Από την είσοδό μας στην Σαχάρα πάνω σε καμήλες, από το γεύμα σ' ένα εξωτικό κάμπινγκ της ερήμου, από την επίσκεψή μας σ' ένα τρωγλοδυτικό σπίτι, χώρια απ' όλα τ' άλλα που δεν τ' αναγράφει το πρόγραμμα. Όπως αυτά που εισπράττουν τώρα, για παράδειγμα, ενώ διασχίζουμε τη Σατ Αλ Τζάριντ, τη μεγάλη αλμυρή λίμνη, που εκτείνεται μέχρι πέρα μακριά στον ορίζοντα. Όπως αυτά που είσπραξαν λίγο πριν σε μία στάση στη μέση του πουθενά, σ' ένα... εργοστάσιο αλατιού, όπου κατεβήκαμε για να φωτογραφήσουμε τα βουναλάκια απ' τ' αλάτι και ν' αγοράσουμε ρόδα της ερήμου για σουβενίρ. Στον δρόμο αυτό, εμφανίζονται οι περισσότεροι αντικατοπτρισμοί στην Σαχάρα, μας λέει, με σχετικά καλά αγγλικά, σε ρόλο ξεναγού ο οδηγός μας ο Μουχτάρ. Κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι τα... πάντα όλα, όπως θα 'λεγε και ο... Αλέφαντος. Καραβάνια με καμήλες, σειρές από τρένα, χιλιάδες δούλους να οδεύουν για το σκλαβοπάζαρο του Κιμπιλί... Τα ξανανοίγω: Ήδη βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα παράξενο εργοστάσιο που τα νερά του καπνίζουν... από τον θυμό τους, αφού αναγκάζονται ν' αλλάξουν για τις ανάγκες της άρδευσης θερμοκρασία...

Γειά σου... Μαρίκα!





Και να μας, τώρα, όλους κι όλες, πάνω σε μια καμήλα τον καθένα ή την καθεμιά, ντυμένους ανάλογα, να σουλατσάρουμε στην έρημο. Όλους με τον Μωχάμετ που μας ακολουθεί πεζή μαζί με τους καμηλιέρηδες να παίζει τον ρόλο του φωτογράφου, εκτός από την Βάνα που δεν το απετόλμησε και μας ακολουθεί με μια άμαξα που την σέρνει ένα άλογο. Από κάποια στιγμή και πέρα, όταν ξεθαρρεύουμε, βέβαια, και καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι και τόσο επικίνδυνο σπορ η καμηλοκαβαλαρία, αλληλοφωτογραφιζόμαστε, όντας αφ' υψηλού, και πειράζουμε ο ένας τον άλλο. Η μέρα είναι διάφανη, μιλάμε για την απόλυτη διαφάνεια, να την πίνεις γουλιά γουλιά στο ποτήρι, κι η θερμοκρασία, γύρω στους 22°C, ιδανική δηλαδή. Είμαστε τυχεροί και σήμερα, από άποψη καιρικών συνθηκών όπως ήμασταν και τις προηγούμενες μέρες, όπως θα είμαστε μέχρι τέλους. Κάποτε βέβαια το σόου τελειώνει κι ετοιμαζόμαστε ν' αποχαιρετίσουμε τις καμήλες μας. "Γειά σου... Μαρίκα!", λέω στην δικιά μου και την αποχαιρετώ. Πόσους άραγε τουρίστες έχει σηκώσει στην καμπούρα της και πόσους θα σηκώσει ακόμα... Ζωή κι αυτή για την "Μαρίκα μου" που αλλάζει ονόματα κατά το γούστο του καθένα που κάνει τη βόλτα του!

Γεύμα στη Σαχάρα

Κάποτε το κάμπινγκ στο οποίο βρισκόμαστε το μεσημέρι "Μεχάρι Ζαφράν" (Η καμήλα της Ζαφράν) το όνομά του, πριν γίνει από κάποιον δαιμόνιο επιχειρηματία ένας χώρος βεδουίνικος μεν, με όλες τις ανέσεις δε, ήταν ένα είδος πανδοχείου, ένα στέκι, για τα καραβάνια. Είναι πολλοί αυτοί που έρχονται τώρα εδώ, στην καρδιά της τυνησιακής Σαχάρας, για να ζήσουν την ηρεμία της ερήμου, προπάντων τα βράδια, που ο ουρανός κατεβάζει τόσο χαμηλά τ' άστρα του, που αρκεί ν’ απλώσεις τα χέρια σου για να τα πιάσεις, μας, λέει, στο περίπου, ο Μωχάμετ. Εδώ θα γευματίσουμε δοκιμάζοντας, εκτός όλων των άλλων παραδοσιακών εδεσμάτων και το μπρικ (αβγό που έχει ψηθεί μέσα σε λεπτή ζύμη, ραντισμένο με λεμόνι). “Γεύμα στη Σαχάρα”, κι όχι "Τσάι στη Σαχάρα", η ταινία στην οποία πρωταγωνιστούμε σήμερα το μεσημέρι, λοιπόν. Λέγοντας το μακρύ του ο ένας και το κοντό του ο άλλος. Έχουμε ήδη γνωριστεί καλά μεταξύ μας...

Μια στάση
στην Ταμεζρέτ

Πηγαίνοντας για την Ματμάτα κάνουμε μια στάση στην Ταμεζρέτ, ένα χωριό καθαρά βερβερίνικο, για καφέ. Ανεβαίνω στην ταράτσα του παραδοσιακού καφενείου, "Kafe Portail Sahara", τ' όνομά του, και μασουλώντας τα πικραμύγδαλα που αγόρασα σ' ένα πλαστικό σακουλάκι, μαζί μ' ένα σακουλάκι άμμο, κατοπτεύω τα πέριξ. Την Τυνησία ή μάλλον ένα μέρος της Τυνησίας των Βερβερίνων. Φτάνουν δεν φτάνουν σήμερα οι Βέρβεροι τις 80.000 σ' όλη τη χώρα, λέει. Δεν είναι Άραβες, ωστόσο, έχουν πολλά κοινά στοιχεία με αυτούς, διάβασα κάπου. Τον νομαδικό τρόπο ζωής, τον ατομικισμό, την φυλετική αλληλεγγύη και βέβαια την ισλαμική θρησκεία, που την ασπάστηκαν γρήγορα. Εκ των ων ουκ άνευ ότι αποδέχτηκαν εντέλει και τα όποια καλά και συνακόλουθα τα όποια κακά του δυτικού πολιτισμού. Το ηλεκτρικό, την τηλεόραση, που παίζει στην διαπασών κάτω μεταδίδοντας έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, το πλαστικό, την coca-cola, τα σκουπίδια. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τους καπέλωσε κιόλας. Τη δική τους εθνική και γλωσσική ταυτότητα δεν την παζαρεύουν με τίποτα! Αυτό διακηρύσσουν, τουλάχιστον, στα κάθε λογής φεστιβάλ που διοργανώνουν!

Σ' ένα τρωγλοδυτικό σπίτι




Οι γυναίκες έιναι οι θεματοφύλακες των αρχαίων βερβερικών παραδόσεων. Και γιατί τα βερβερικά χωριά έμειναν χωρίς άνδρες, καθώς αυτοί έφυγαν για τις πόλεις αναζητώντας δουλειά. Η επίσκεψή μας σ' ένα τρωγλοδυτικό σπίτι της Ματμάτα μας κάνει να διαπιστώσουμε ωστόσο επιπλέον, πόσο πολυσύνθετος είναι στην κοινωνία των Βερβερίνων ο ρόλος της γυναίκας. Πεντακάθαρο το νοικοκυριό της Μύριαμ που μας υποδέχτηκε στο σκαμμένο σε βράχο αρχοντικό της, προσφέροντας μας τσάι και μέλι με πίτα ψημένη στα κάρβουνα. Αυτή το φροντίζει. Και βέβαια αυτή έχει την ευθύνη της τουριστικής του εκμετάλλευσης. Καθόλου, πάντως, προσποιητό δεν μας φαίνεται το χαμόγελό της. Άνθη της ερήμου, τα που μας λέει και που μας τα μεταφράζει ο Μωχάμετ. Για τη ζωή της. Για τα "φυλαχτά" που κοσμούν τους τοίχους: το χέρι της Φατιμέ, την αρμαθιά των ξερών χαρουπιών, τα κέρατα... Για τα παιδιά της και ειδικά για το μικρό της κοριτσάκι που την κρατά συνέχεια απ' το φουστάνι, για τον άντρα της. Για τον χερόμυλο που βρίσκεται καταμεσής στην αυλή, και στον οποίο μας κάνει μια γρήγορη επίδειξη. Για τις κουρελούδες που φτιάχνει, προφανώς για να τις πουλεί...

Μια ατέλειωτη θάλασσα από ελιές

Με μια μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη, με λεωφόρους, πλατείες και δημόσια πάρκα, μοιάζει η σύγχρονη Σφαξ που ξαναχτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 απ' τους Γάλλους. Δεν την απολαμβάνουμε, όμως, όπως θα θέλαμε, αφού ήρθαμε σ' αυτήν σκοτεινιασμένα, ελάχιστα την είδαμε, και την άλλη μέρα, λίαν πρωί απήλθαμε. Μια ιδέα απ' την συμπαγή μεντίνα της, ωστόσο, με τα πανέμορφα σκεπαστά σουκ (αγορές) της την πήραμε, κι ας ήταν κλειστά. Με τις εικόνες της, λοιπόν, να συσηλίζουν στα μάτια μας κατευθυνόμαστε για την Ελ Τζεμ, διασχίζοντας μια ατελείωτη θάλασσα από ομορφοκαλλουργημένες, καλοκλαδεμένες και αραιά φυτεμένες ελιές. Είναι κι εδώ η εποχή της ελαιοσυλλογής και τα λιόφυτα είναι γεμάτα από μαζωχτάδες και μαζώχτρες. Τέταρτη παγκοσμίως χώρα σε παραγωγή ελαιόλαδου έρχεται, λέει, η Τυνησία, που παράγει επίσης τομάτες, πορτοκάλια, ρόδια, σταφύλια, ζαχαροκάλαμα και φυσικά χουρμάδες, όπου κατέχει τα πρωτεία. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, σύμφωνα με τα όσα μας έχει πει απ' την πρώτη κιόλας μέρα ο Μωχάμετ, ότι η Τυνησία στηρίζεται στην γεωργία, το 40% των τροφίμων της το εισάγει, άλλωστε. Κύριοι πυλώνες της οικονομίας της η κλωστοϋφαντουργία, η παραγωγή πετρελαίου, και φυσικά ο τουρισμός, μας είπε. Τ' αναθιβάλλω κι αυτά, τα μάτια μου δεν μπορούν να ξεκολλήσουν απ' τις ελιές, ωστόσο, που τις περνώ από ακτινογραφία. Ίσως γιατί ψάχνω να βρω γιατί στην Ελλάδα πουλιέται το λάδι 2 ευρώ το κιλό...

Το αμφιθέατρο
της Ελ Τζεμ

Η φοινικική πόλη Θύσδρος, η σημερινή Ελ-Τζεμ κατά που μας λέει η ιστορία, τάχθηκε στο πλευρό της Ρώμης κατά τον Γ' Καρχηδονιακό Πόλεμο, το 146 π.Χ. Αυτή αποδείχτηκε σοφή κίνηση, καθώς μετά την πτώση της Καρχηδόνας η πόλη απέκτησε την ελευθερία της, κι έγινε μια απ' τις πλουσιότερες, αν όχι η πλουσιότερη πόλη της ρωμαϊκής Αφρικής. Αναμφισβήτητα το μεγαλοπρεπέστερο μνημείο της, είναι το αμφιθέατρό της, που χτίστηκε το 238 μ.Χ., και διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Το έχουμε μόλις επισκεφθεί, το έχουμε φανταστεί τις ημέρες της δόξας του, γεμάτο με 30.000 κόσμο και καθόμαστε σ' ένα απ' τα απέναντί του καφενεία, απολαμβάνοντας έναν καϊμακλίδικο αραβικό καφέ. Κάπου η όλη ατμόσφαιρα κουβαλεί ωστόσο μιαν αδιόρατη θλίψη. Είναι γύρω στις 11 το πρωί και συνειδητοποιούμε ότι αύριο τέτοια ώρα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα είμαστε στην Αθήνα. Πώς πέρασαν, αλήθεια, οι μέρες, πώς πέρασαν!

Στην Σούσα

Ένα δημοφιλές θέρετρο με αμμουδερή παραλία, με ιστορική περιτοιχιμένη μεντίνα και μ' ένα εξαιρετικό μουσείο με ψηφιδωτά του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ. είναι η σημερινή Σούσα, η τρίτη σε μέγεθος, ύστερα απ' την Τύνιδα και την Σφαξ, πόλη της Τυνησίας. Μείναμε γύρω στις τρεις ώρες σ' αυτήν και την γνωρίσαμε αρκετά, όσο μπορεί να πει κανείς ότι γνωρίζει μια οποιαδήποτε πόλη μέσα σε τρεις ώρες. Εδώ κάναμε και τα ψώνια μας σ' ένα πολυκατάστημα με κυλιόμενες σκάλες, ίδιο κι απαράλλαχτο όπως τα πολυκαταστήματα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής μεγαλούπολης. Ούτε λόγος να γίνεται ότι οι πωλήτριες δεν φορούν μαντίλες, αποκαλύπτοντας πλήρως την γυναικεία τυνησιακή ομορφιά τους, ότι μιλούν φαρσί τα αγγλικά και τα γαλλικά και ότι το "παζάρι"είναι βέβαια, άγνωστη γι' αυτές λέξη. Δεν έμεινα πάνω από μισή ώρα σ' αυτό, οι άλλες εικόνες και οι άλλοι ήχοι, της πόλης με τραβούσαν πιότερο. Η περίστυλη αυλή του Μεγάλου Τζαμιού, η φωνή του μουεζίνη που καλούσε τους πιστούς να προσευχηθούν, οι μαντίλες, τα "σαλάμ μαλέκουμ", το Μνημείο των βομβαρδισμών του 1943, για παράδειγμα. Και βέβαια το περπάτημα στα σοκάκια της Μεντίνας, όπου το παζάρι έδινε κι έπαιρνε. Κυρίως αυτό το πρόσωπο της Τυνησίας ήθελα να γνωρίσω, περισσότερο!




Ο κήπος
της Μεσογείου

Το Πορτ Ελ-Καντάουι, στο οποίο φτάνουμε γύρω στις 2 το μεσημέρι για φαγητό, όχι γιατί το γράφουν οι τουριστικοί οδηγοί, αλλά γιατί ιδίοις όμμασι το διαπιστώνουμε ανταποκρίνεται πλήρως στο όνομά του. Τω όντι κήπος (ελ καντάουι σημαίνει κήπος) της Μεσογείου ο τόπος αυτός. Χτίστηκε, λέει, τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ως τουριστική ζώνη και αποτελεί το σήμα κατατεθέν της βαριάς τυνησιακής βιομηχανίας, διαθέτοντας ό,τι μπορεί να ζητήσει ο πιο απαιτητικός τουρίστας. Περιδιαβάζουμε στην παραλία του, αναπνέοντας το διάχυτο άρωμα των γιασεμιών που μαζί με τις βουκαμβίλιες αγκαλιάζουν τα χτισμένα σε αραβικό στυλ ξενοδοχειακά συγκροτήματα, και κάνουμε συγκρίσεις με τα άλλα πρόσωπα της Τυνησίας που έχουμε μέχρι τώρα συναντήσει. Άλλο πράγμα το πρόσωπο τούτο που προσελκύει ολοένα και περισσότερους παραθεριστές. Μια βόλτα μ' ένα αντίγραφο πειρατικού πλοίου, απ' αυτά που βρίσκονται αγκυροβολημένα στην μαρίνα, που την συναντούμε στην καρδιά του λιμανιού, σκεφτόμαστε ότι θα ήταν βέβαια ό,τι το καλύτερο. Αν ο χρόνος δεν ήταν κι εδώ είδος εν ανεπαρκεία!

Στην πόλη ενός... Ρουμάνου

"Σαν να ταξιδεύουμε στον μακεδονικό κάμπο". Δεν ξέρω γιατί σημείωσα στο μπλοκάκι μου καθ' οδόν απ' το Πορτ ελ-Καντάουι στην Χαμαμάτ, ενώ ο Μουχτάρ πλήρωνε τα διόδια, την φράση αυτή. Ίσως ήταν η αίσθηση μιας ατέλειωτης ισιάδας, σίγουρα πάντως όχι αυτό καθεαυτό το τοπίο που μύριζε έντονα Μεσόγειο. Αριστερά μας γραφικές παραλίες φορτωμένες με ξενοδοχεία και κανάλια θάλασσας που εισχωρούσαν στην ξηρά και δεξιά μας συνήθως οι γνωστοί μας ομορφοκαλλουργημένοι ατέλειωτοι ελαιώνες διανθισμένοι στα σύνορά τους με παπουτσοσυκιές και φοίνικες. Με τις εικόνες αυτές στα μάτια μας και τη φωνή ενός άραβα τραγουδιστή, ανεβασμένη στην κορφή μιας φοινικιάς, στ' αυτιά μας (να 'ναι καλά ο Μουχτάρ που φρόντιζε για τη μουσική επένδυση των διαδρομών μας) φτάνουμε στον Χαμαμάτ, τελευταίο σταθμό του ταξιδιού μας. Μόλις στη δεκαετία του 1920, λέει, και χάρη στον ρουμάνο εκατομμυριούχο Ζορζ Σεμπαστιάν, που είχε χτίσει εκεί την επαυλή του μπήκε η περιοχή αυτή στο χάρτη, που σήμερα προσελκύει περισσότερους από 500.000 επισκέπτες τον χρόνο. Είναι 5.30 μ.μ. περίππου, ο χρόνος μας δεν είναι κι εδώ απεριόριστος, ωστόσο μια κάποια γεύση απ' την πόλη αυτή, μια πόλη που έχει δημιουργηθεί αποκλειστικά για τουρίστες, την παίρνουμε. Διασχίζοντας με τα τζιπ τον γεμάτο καταστήματα, τράπεζες και πολυτελή εστιατόρια κεντρικό της δρόμο, την λεωφόρο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, και περπατώντας στη μεσογειακή μεντίνα της. Για πληρέστερη εξερεύνηση της πόλης ούτε λόγος να γίνεται, βέβαια. Είναι η τελευταία βραδιά στην Τυνησία απόψε, αύριο, λίαν πρωί φεύγουμε και θα πρέπει να την περάσουμε... οικογενειακά.





Όταν ο Μωχάμετ κοκκινίζει...

Η ατμόσφαιρα στο μεγάλο σαλόνι του ξενοδοχείου "Μαχάρι" (που ανήκει κι αυτό όπως κι όλα που μείναμε στον όμιλο "Mourati") του Χαμαμάτ, όπου συναντιόμαστε απαξάπαντες μετά το βραδινό φαγητό είναι οπωσδήποτε συγκινησιακά φορτισμένη. Τόσες μέρες μαζί, σε εικοστετράωτη βάση, δεθήκαμε, γίναμε ομάδα, πώς να το κάνουμε! Κι ας ήμασταν εντελώς άγνωστοι μεταξύ μας όλοι, πριν. Το ταξίδι μας στην Τυνησία, εκτός όλων των άλλων, είχε και τούτο το κέρδος, το μέγα πλούτος της γνωριμίας μεταξύ μας. "Ήμασταν μια πολύ καλή ομάδα", μας λέει ο Μωχάμετ, αποδίδοντας μας τα εύσημα, που αν και συνηθισμένος σε τέτοια λογής "αποχαιρετιστήρια" βράδια, φαίνεται κι αυτός συγκινημένος, αφού τελειώσαμε με την ανταλλαγή των ηλεκτρονικών μας διευθύνσεων και των τηλεφώνων μας. Τον ευχαριστώ εκ μέρους όλων, τονίζοντας, μεταξύ των άλλων, ότι είναι "ο ιδανικός πρεσβευτής" για την τουριστική προβολή της χώρας του. Μ' ακούει και κοκκινίζει όπως μια βεδουίνα που την αναγκάζει ο ήλιος να έχει βγάλει την μαντίλα της...

Αντίο Τυνησία!

Απ' το παράθυρο του αεροσκάφους των τυνησιακών αερογραμμών, που μόλις έχει απογειωθεί από το αεροδρόμιο της Τύνιδας, αποχαιρετώ την Τυνησία. Την Τυνησία των 160.000 περίπου τετρ. χιλιομέτρων, που εκτείνεται απ' την Μεσόγειο μέχρι τα βάθη της Σαχάρας και την Τυνησία των 10.000.000 περίπου κατοίκων. Ποιος ξέρει! Ίσως κάποτε ξανάρθω για να τη γνωρίσω πληρέστερα. Υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν είδα, δεν άκουσα, δεν μύρισα, δεν γεύτηκα, δεν άγγιξα σ' αυτήν μου την επίσκεψη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου