Εδώ! Στην Παναγία του Φρε, στη Βαγγελίστρα του Αποκόρωνα, στην Ευαγγελίστρια των χρόνων που έρχονται. Εδώ! Οπου, όπως κάθε χρόνο, απόψε, πρώτοι απ’ όλους γονυκλινείς απ’ το πρωί καταφθάνουν οι παλαιοί των παλαιών ημερών μας: Οι καπετάνιοι των αρμάτων και οι αρματωμένοι των γραμμάτων. Οι ζευγάδες και οι βοσκοί, οι λογάδες και οι παπάδες, οι τεχνίτες και οι εμπορευόμενοι. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Μορφές ηρώων, μαρτύρων, αγίων και ομολογητών, νοικοκύρηδες της καρδιάς, γείτονες στο ίσιο της σκέψης, καπετάνιοι της αρχοντιάς, άγγελοι και εξάγγελοι των ονείρων μας, οδηγοί στην περπατησιά μας...
Δείτε περισσότερα...ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ
Γράφει ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης.
Η Βαγγελίστρα του Αποκόρωνα
...] Στην αρχή ήταν μόνο η εικόνα της Βρεφοκρατούσας Φρεδιανής Παναγίας. Μια εικόνα που η ιστορία της χάνεται στην άχνα των θρύλων και που έφτασε μέχρι τον Φρε με θαυματουργικό τρόπο. Λένε ότι ιστορήθηκε απ’ τον Ευαγγελιστή Λουκά, ότι βρέθηκε εδώ χάρις στους τελευταίους Kρητικούς υπερασπιστές του Βυζαντίου, στα 1453 και ότι φυγαδεύτηκε στο Αγιο Ορος, άγνωστο πότε, όταν αγρίεψαν τα πράγματα. Τα παλιά χαρτιά, λένε ακόμα κουβέντες από αποσπερίδες. Για θείες ανταύγειες και για μυστικές φωνές. Για θάματα και οράματα που, όταν δεν τα χωρεί ο νους, βρίσκουν απόσκιο στις αναμεσάδες της καρδιάς. Τα ύστερα χαρτιά και τα λεγόμενα των σημερινών γερόντων μαρτυρούν ωστόσο με λεπτομέρειες τα συμβάντα. Ονοματίζουν τον Μανώλη Διγενή, που, αφού στα 1790 σκότωσε έναν περαστικό γενίτσαρο, για να προστατέψει την τιμή της γυναίκας του, έκτισε εδώ το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού. Μακαρίζουν τον αρχιμανδρίτη – μοναχό Μακάριο Μπραουδάκη που ήρθε το 1838 απ’ το Αγιο Ορος, έχοντας στην αγκαλιά του την εικόνα κι έκτισε την πρώτη εκκλησία της Ευαγγελίστριας, διακονεύοντας στο χωριό του [...]
Αναφέρονται στον παπα – Γιάννη Λαγουμιτζάκη, που ήταν η ψυχή της όλης ανοικοδόμησης του Ναού με τη μορφή που έχει σήμερα, το 1930, και στους Φρεδιανούς που πολλοί απ’ αυτούς για να συμμετάσχουν στον έρανο υποθήκευσαν τα κτήματά τους παίρνοντας δάνειο από την Τράπεζα του Βάμου.
Μιλούν για τους αντάρτες, οι οποίοι έκαμαν στο 1944 ορμητήριό τους την Εκκλησία και για τις δύο γερμανικές οβίδες που πέρασαν μέσα απ’ το τετράψηλο καμπαναριό διαλαλώντας ένα ακόμα θαύμα. Μιλούν για τον Στυλιανό Καρτάκη από τα Πλακάλωνα που αγιογράφησε τον Ναό με βαθύ σεβασμό στην παράδοση και συνέπεια στην εκτέλεση. Αναθυμούνται παλιά και νεότερα πανηγύρια, παννυχίδες και ταξίματα, ανοιχτές πόρτες και στρωμένες τάβλες, λυράρηδες και χορευταράδες και στέκονται λίγο παραπάνω για ν’ ακουστεί το λαϊκό τοπικό “Υπερμάχω”: “Σαν θες να δεις και να χαρείς άντρες και παλληκάρια/ να ’ν’ δυνατά και φοβερά ως είν’ τα λεοντάρια/ άμε στον Αποκόρωνα, στον Φρε, τσ’ Ευαγγελίστρας/ όπου μαζεύονται χωριά κι ούλες οι επαρχίες/ να δεις λιγνούς για το σπαθί, μακρούς για το τουφέκι/ να δεις ξανθές, να δεις καλές” [...]
Ονοματίζουν, μακαρίζουν, μιλούν, διηγούνται, αναθυμούνται, αναφέρονται κοντολογίς, μνημονεύουν όλους και όλα, όσοι και όσα άνθρωποι και πράγματα συνεορτάζουν απόψε στο σπερνό της Χάρης της. Ανάμεσα στα χαρμόσυνα ντιν – νταν της γριάς καμπάνας της που διαλαλούν σ’ όλον τον Αποκόρωνα τον Ευαγγελισμό της και τη σκόλη του Εθνους των Ελλήνων. Μαζί με τις μικρές πνοές του ανέμου που κατεβαίνει απ’ τον Μπούμπουλο και τις Χώσες. Στον απόηχο της υπέροχης παραφωνίας ενός νήπιου που τραγούδησε σήμερα το πρωί, για πρώτη φορά το “χαίρε ω χαίρε” της ελευθερίας μας. Εντός του ανωθρώσκοντος γαλάζιου καπνού του θυμιάματος που δένεται σε βοστρύχους χάρις στην ευωδία της δάφνης. Στη σκιά της σημαίας των Ελλήνων και του λάβαρου “ένδοξού μας βυζαντινισμού”, που ξεδιπλώνονται περήφανα στήνοντας κουβέντα με τους αέρηδες των καιρών. Εδώ! Στην Παναγία του Φρε, στη Βαγγελίστρα του Αποκόρωνα, στην Ευαγγελίστρια των χρόνων που έρχονται. Εδώ! Οπου, όπως κάθε χρόνο, απόψε, πρώτοι απ’ όλους γονυκλινείς απ’ το πρωί καταφθάνουν οι παλαιοί των παλαιών ημερών μας: Ο γερω-Κωσταρός και ο Μαθιός ο Μυλωνογιάννης, ο Παπαμαλέκος και ο Ντουνόπαπας, ο Ξέπαπας και ο Κατσίγαρης, ο Παρθένιος Κελαϊδής και ο παπα-Γαβρίλης, ο καπετάν-Σήφακας και ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης. Οι καπετάνιοι των αρμάτων και οι αρματωμένοι των γραμμάτων. Οι ζευγάδες και οι βοσκοί, οι λογάδες και οι παπάδες, οι τεχνίτες και οι εμπορευόμενοι. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Μορφές ηρώων, μαρτύρων, αγίων και ομολογητών, νοικοκύρηδες της καρδιάς, γείτονες στο ίσιο της σκέψης, καπετάνιοι της αρχοντιάς, άγγελοι και εξάγγελοι των ονείρων μας, οδηγοί στην περπατησιά μας. Εδώ όπου απόψε συναντώνται και συνυπάρχουν το κελάηδημα της ποταμίδας και το κρώξιμο του γερακιού, το σούρσιμο της κολισαύρας και το βέλασμα των προβάτων, η θεία ελένια γαλήνη και η βαριά κυπαρισσένια σκιά, το “α” της ανθισμένης αμυγδαλιάς και το “ω” των πανωραίων κρίνων, η αρμύρα της Γεωργιούπολης και η δροσιά των Αρμένων, η ουρανόληκτη κορυφή του Αγιού Πνευμάτου και η γήινη αψάδα του Κοιλιάρη, τα ξέπνοα βήματα των θρύλων και τα βαριά πατήματα της ιστορίας, η σκόνη του δρόμου και η αστρόσκονη της ασέληνης νύχτας, τα πάθη και τα μάθη, τα χαμηλά φτερουγίσματα και τα ψηλά πετάγματα, τα “άνθη της ευσεβείας” μας και τα κεριά της προσδοκίας μας που μόλις ανάψαμε. Δηλαδή και κοντολογίς ο ίδιος και αυτοπροσώπως ο Αποκόρωνας. Απ’ την Αρχαία Απτέρα μέχρι του Θε τον Κήπο κι από τη Μαραθοκεφάλα μέχρι τα Κουρνοπατήματα. Φορώντας το μαύρο του κεφαλομάντηλο αιώνιο σημάδι και φυλαχτάρι της μνήμης δεμένο σφιχτά. Και κρατώντας με σέβας την καμωμένη από αζίλακα κατσούνα του στο αριστερό του χέρι, σαν σημάδι επιβίωσης. Και, βεβαίως, κάνοντας τον σταυρό του, με το δεξί, απόψε!
Αναφέρονται στον παπα – Γιάννη Λαγουμιτζάκη, που ήταν η ψυχή της όλης ανοικοδόμησης του Ναού με τη μορφή που έχει σήμερα, το 1930, και στους Φρεδιανούς που πολλοί απ’ αυτούς για να συμμετάσχουν στον έρανο υποθήκευσαν τα κτήματά τους παίρνοντας δάνειο από την Τράπεζα του Βάμου.
Μιλούν για τους αντάρτες, οι οποίοι έκαμαν στο 1944 ορμητήριό τους την Εκκλησία και για τις δύο γερμανικές οβίδες που πέρασαν μέσα απ’ το τετράψηλο καμπαναριό διαλαλώντας ένα ακόμα θαύμα. Μιλούν για τον Στυλιανό Καρτάκη από τα Πλακάλωνα που αγιογράφησε τον Ναό με βαθύ σεβασμό στην παράδοση και συνέπεια στην εκτέλεση. Αναθυμούνται παλιά και νεότερα πανηγύρια, παννυχίδες και ταξίματα, ανοιχτές πόρτες και στρωμένες τάβλες, λυράρηδες και χορευταράδες και στέκονται λίγο παραπάνω για ν’ ακουστεί το λαϊκό τοπικό “Υπερμάχω”: “Σαν θες να δεις και να χαρείς άντρες και παλληκάρια/ να ’ν’ δυνατά και φοβερά ως είν’ τα λεοντάρια/ άμε στον Αποκόρωνα, στον Φρε, τσ’ Ευαγγελίστρας/ όπου μαζεύονται χωριά κι ούλες οι επαρχίες/ να δεις λιγνούς για το σπαθί, μακρούς για το τουφέκι/ να δεις ξανθές, να δεις καλές” [...]
Ονοματίζουν, μακαρίζουν, μιλούν, διηγούνται, αναθυμούνται, αναφέρονται κοντολογίς, μνημονεύουν όλους και όλα, όσοι και όσα άνθρωποι και πράγματα συνεορτάζουν απόψε στο σπερνό της Χάρης της. Ανάμεσα στα χαρμόσυνα ντιν – νταν της γριάς καμπάνας της που διαλαλούν σ’ όλον τον Αποκόρωνα τον Ευαγγελισμό της και τη σκόλη του Εθνους των Ελλήνων. Μαζί με τις μικρές πνοές του ανέμου που κατεβαίνει απ’ τον Μπούμπουλο και τις Χώσες. Στον απόηχο της υπέροχης παραφωνίας ενός νήπιου που τραγούδησε σήμερα το πρωί, για πρώτη φορά το “χαίρε ω χαίρε” της ελευθερίας μας. Εντός του ανωθρώσκοντος γαλάζιου καπνού του θυμιάματος που δένεται σε βοστρύχους χάρις στην ευωδία της δάφνης. Στη σκιά της σημαίας των Ελλήνων και του λάβαρου “ένδοξού μας βυζαντινισμού”, που ξεδιπλώνονται περήφανα στήνοντας κουβέντα με τους αέρηδες των καιρών. Εδώ! Στην Παναγία του Φρε, στη Βαγγελίστρα του Αποκόρωνα, στην Ευαγγελίστρια των χρόνων που έρχονται. Εδώ! Οπου, όπως κάθε χρόνο, απόψε, πρώτοι απ’ όλους γονυκλινείς απ’ το πρωί καταφθάνουν οι παλαιοί των παλαιών ημερών μας: Ο γερω-Κωσταρός και ο Μαθιός ο Μυλωνογιάννης, ο Παπαμαλέκος και ο Ντουνόπαπας, ο Ξέπαπας και ο Κατσίγαρης, ο Παρθένιος Κελαϊδής και ο παπα-Γαβρίλης, ο καπετάν-Σήφακας και ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης. Οι καπετάνιοι των αρμάτων και οι αρματωμένοι των γραμμάτων. Οι ζευγάδες και οι βοσκοί, οι λογάδες και οι παπάδες, οι τεχνίτες και οι εμπορευόμενοι. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Μορφές ηρώων, μαρτύρων, αγίων και ομολογητών, νοικοκύρηδες της καρδιάς, γείτονες στο ίσιο της σκέψης, καπετάνιοι της αρχοντιάς, άγγελοι και εξάγγελοι των ονείρων μας, οδηγοί στην περπατησιά μας. Εδώ όπου απόψε συναντώνται και συνυπάρχουν το κελάηδημα της ποταμίδας και το κρώξιμο του γερακιού, το σούρσιμο της κολισαύρας και το βέλασμα των προβάτων, η θεία ελένια γαλήνη και η βαριά κυπαρισσένια σκιά, το “α” της ανθισμένης αμυγδαλιάς και το “ω” των πανωραίων κρίνων, η αρμύρα της Γεωργιούπολης και η δροσιά των Αρμένων, η ουρανόληκτη κορυφή του Αγιού Πνευμάτου και η γήινη αψάδα του Κοιλιάρη, τα ξέπνοα βήματα των θρύλων και τα βαριά πατήματα της ιστορίας, η σκόνη του δρόμου και η αστρόσκονη της ασέληνης νύχτας, τα πάθη και τα μάθη, τα χαμηλά φτερουγίσματα και τα ψηλά πετάγματα, τα “άνθη της ευσεβείας” μας και τα κεριά της προσδοκίας μας που μόλις ανάψαμε. Δηλαδή και κοντολογίς ο ίδιος και αυτοπροσώπως ο Αποκόρωνας. Απ’ την Αρχαία Απτέρα μέχρι του Θε τον Κήπο κι από τη Μαραθοκεφάλα μέχρι τα Κουρνοπατήματα. Φορώντας το μαύρο του κεφαλομάντηλο αιώνιο σημάδι και φυλαχτάρι της μνήμης δεμένο σφιχτά. Και κρατώντας με σέβας την καμωμένη από αζίλακα κατσούνα του στο αριστερό του χέρι, σαν σημάδι επιβίωσης. Και, βεβαίως, κάνοντας τον σταυρό του, με το δεξί, απόψε!
*Αποσπάσματα από την ομιλία που εκφώνησε ο γράφων στην Ευαγγελίστρια του Φρε την παραμονή της Χάρης της (24 Μαρτίου 2000).
Χανιώτικα νέα (24.2014)
Read more: http://www.haniotika-nea.gr/vangelistra-tou-apokorona/#ixzz2wsv10XgP
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου