ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ΛΟΙΠΟΝ, ΓΙΕ ΜΟΥ!
Έχει περάσει μία ὁλόκληρη μέρα δίχως ἐσένα, ἀγαπημένε μου, καί νιώθω πώς κάτι ἀνασταίνεται μέσα μου. Κάτι πού μοιάζει σάν μιά μικρή κλωστίτσα φωτός, πού πασχίζει νά φωτίσει τό χθεσινό μεσημεριανό σκοτάδι. Κάτι πού μοιάζει μέ τήν ψιλή-ψιλή φωνούλα ἑνός λιναρίτη, πού ἀγωνίζεται νά σκεπάσει τά “κρά-κρά” τῶν ὀρνέων, πού γυρόφερναν χτές ὅλη μέρα στό Γολγοθά. Κάτι πού μοιάζει μέ τή ματωμένη ρίζα τῆς ἄνοιξης, πού παλεύει μέ χώματα, γιά νά φυτρώσει.
Έχει περάσει μία ὁλόκληρη μέρα δίχως ἐσένα, ἀγαπημένε μου, καί νιώθω πώς κάτι ἀνασταίνεται μέσα μου. Κάτι πού μοιάζει σάν μιά μικρή κλωστίτσα φωτός, πού πασχίζει νά φωτίσει τό χθεσινό μεσημεριανό σκοτάδι. Κάτι πού μοιάζει μέ τήν ψιλή-ψιλή φωνούλα ἑνός λιναρίτη, πού ἀγωνίζεται νά σκεπάσει τά “κρά-κρά” τῶν ὀρνέων, πού γυρόφερναν χτές ὅλη μέρα στό Γολγοθά. Κάτι πού μοιάζει μέ τή ματωμένη ρίζα τῆς ἄνοιξης, πού παλεύει μέ χώματα, γιά νά φυτρώσει.
Ὁ ἥλιος κοντεύει νά βασιλέψει, παίρνοντας
μαζί του τοῦτο τό Μέγα Σάββατο κι ἐγώ βρίσκομαι στό σπίτι ἑνός φίλου τοῦ Ἰωάννη,
καί δικοῦ σου, στήν Ἁγία Πόλη. Δέν ἔχω πιεῖ σταλιά νερό, μέρες τώρα, μά δέ διψῶ.
Δέν ἔχω βάλει μπουκιά στό στόμα μου, μέρες τώρα, μά δέν πεινῶ. Δέν ἔχω κλείσει μάτι
μέρες τώρα, μά δέ νυστάζω. Εἶναι τόσο δυνατός ὅσο καί ἀδύναμος ὁ ἄνθρωπος, μοναχογιέ
μου!
Ἡ Σαλώμη, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία
τοῦ Ἰακώβου πού εἶναι μαζί μου, ἐτοιμάζουν τά ἀρωματικά λάδια, γιά νά ’ρθουν αὔριο,
λίαν πρωί, ν’ ἀλείψουν τό σῶμα σου, ὅπως ὁρίζουν τά ἔθιμά μας. Τά ἑτοιμάζουν κι
ἀς εἶναι ἀργία σήμερα. Τί μεγαλύτερο κακό μποροῦν νά τούς κάνουν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαίοι;
Κι ὅπως τά ἑτοιμάζουν,
μιλοῦν γιά σένα, κυπαρίσσι μου. Ἀναθιβάλλουν τά λόγια σου, μελετοῦν τά θαύματά σου,
ἀναδεύουν τίς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς σου. Κι ὅταν πρέπει νά ποῦνε τ’ ὄνομά σου δέ
λένε ὁ “Δάσκαλος” ἤ ὁ “Κύριος”, ὅπως μέχρι προχθές, ἀλλά “Ἐκεῖνος”.
Τίς ἀκούω, λατρεμένε
μου, μά δέ μιλῶ. Τό ξέρεις δά καλά πόσο λιγομίλητη μ’ ἔχει κάνει ἡ κακία τοῦ κόσμου.
Ὡστόσο μ’ ἀρέσει
νά τίς ἀκούω, κι ἐγώ νά κλωθογυρίζω στό μυαλό μου μιά σου κουβέντα, πού ὅταν τήν
πρωτάκουσα ἀπό τά χείλη σου, τρόμαξα, μά πού τώρα, μοῦ φαίνεται πώς κρύβει μέσα
της μιά κάποια, ἀξεδιάλυτη ἀκόμα, ἐλπίδα.
Εἶχες πεῖ, λοιπόν,
γλυκιά μου ἄνοιξη, πώς ἄν ὁ σπόρος τοῦ σταριοῦ δέν μπεῖ στή γῆ νά πεθάνει, θά μείνει
μόνος του, ἀλλά ἄν πεθάνει θά φέρει πολύ καρπό. Μήπως, λοιπόν, ἐσύ εἶσαι ὁ σπόρος
τοῦ σταριοῦ πού θάφτηκε στή γῆ, γιά νά ξαναφυτρώσει;
Δέν μπορῶ νά
τό ξέρω ἀκόμα, ἀλλά ὅσο τό σκέφτομαι, τόσο νιώθω τή μικρή κλωστίτσα τοῦ φωτός νά
πολλαπλασιάζεται μέσα μου καί νά γίνεται μία δέσμη ἀπό ἡλιαχτίδες. Τόσο νιώθω ὅτι
ἡ μικρή φωνούλα τοῦ μοναχικοῦ λιναρίτη, γίνεται μία θεσπέ
σια μελωδία. Τόσο νιώθω ὅτι ἡ ματωμένη ρίζα τῆς ἄνοιξης γίνεται
ἕνας ὀλάνθιστος κῆπος, Ἀπριλομάη μήνα.
Καί νά, πού ἐνῶ
ὁ ἥλιος δύει, ἐγώ νιώθω πώς μέσα μου ἔχουν κάμει κατοχή ἕνα δάσος ἀπό ἡλιαχτίδες,
ἕνα ἀτέλειωτο κελάηδημα ἀμέτρητων πουλιῶν κι ἕνα μυριομύριστο ἑξαίσιο περιβόλι.
Ἐσύ, καλέ μου, πού εἶσαι κιόλας ἀναστημένος μέσα μου…
Πόσο ξένο καί
μακρινό μοῦ φαίνεται τώρα τό μοιρολόι τῆς Μαρίας, τῆς Μαγδαληνῆς, πού ἀναθυμᾶται
πώς ἔπλυνε τά πόδια σου μέ τά μύρα καί πώς τά σκούπισε μέ τά μαλλιά της. Αὐτή δέν
ξέρει! Κανένας δέν ξέρει πώς, αὐτήν κιόλας τήν ὥρα, τήν ὥρα πού δύει ὁ ἥλιος, ἐσύ
εἶσαι κιόλας ἀναστημένος καί ξεσκονίζεις, μέσα στόν τάφο, ἀπό πάνω σου τά χώματα.
Ὅπως τό γαμπρό πού ξεκινώντας ἀπό τό σπίτι του γιά τό γάμο, ἰσιώνει μέ τό δεξί χέρι
τά μαλλιά του μήπως καί τοῦ ἔχει ξεφύγει καμιά τρίχα…
Κανένας δέν ξέρει
τώρα, πώς αὔριο τό πρωί, πού θά ’ρθουν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβ,
ἡ Σαλώμη καί οἱ ἄλλες γυναῖκες ἀπό τή Γαλιλαία στόν καινουριοφτιαγμένο τάφο τῆς
Γεθσημανῆ, γιά ν’ ἀλείψουν τό σῶμα σου μέ ἀρώματα, δέ θά σέ βροῦν ἐκεῖ. Ἕνας ἄγγελος
θά ἔχει ἀποκυλήσει, κά-
ποια στιγμή τῆς νύχτας, πού μόλις τώρα ἀρχίζει, τό λίθο τοῦ μνήματος,
γιά νά βγεῖς ἀπό τά χώματα…
Ἀκούω κιόλας
τό φτεροκόπημά του, ἐνῶ ἐτοιμάζεται. Εἶναι σά νά τόν βλέπω μπροστά μου. “Φορεῖ
χιτῶνα μέχρι τά πόδια καί στό στῆθος του εἶναι ζωσμένος μέ ζώνη χρυσή. Τό κεφάλι
του καί τά μαλλιά του εἶναι ἄσπρα σάν λευκό μαλλί, σάν χιόνι, καί τά μάτια του πύρινη
φλόγα. Τά πόδια του λαμπερός χρυσός, καθώς βγαίνει ἀπό τό καμίνι καί ἡ φωνή του
σάν τή βουή πού κάνουνε τά πολλά νερά. Στό δεξί του χέρι ἔχει ἑφτά ἀστέρια, κι ἀπό
τό στόμα του βγαίνει μία ρομφαία δίστομη κοφτερή. Τό πρόσωπό του εἶναι σάν τόν ἥλιο
πού λάμπει σ’ ὅλη του τήν ἔνταση…”. 1
Ἕναν τέτοιον ἄγγελο, τουλάχιστον αὐτήν
τή φορά, δέ θά μπορέσουν νά τόν σκοτώσουν ἐξ ἐπαφῆς οἱ Ρωμαίοι στρατιῶτες, πού φρουροῦνε
τόν τάφο, ὅπως θά γράψει ὕστερα ἀπό χρόνια πολλά ἕνας ποιητής.2
Χριστός Ἀνέστη, λοιπόν, γιέ μου!
Σημείωση: Το “Γράμμα του Μεγάλου Σαββάτου” (βλ. Βαγγέλη Θ. Κακατσάκη: “Τα γράμματα της Παναγίας” – επιμέλεια Αντώνη Βακάκη), Εκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου, Κίσαμος 2013).
Σημείωση: Το “Γράμμα του Μεγάλου Σαββάτου” (βλ. Βαγγέλη Θ. Κακατσάκη: “Τα γράμματα της Παναγίας” – επιμέλεια Αντώνη Βακάκη), Εκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου, Κίσαμος 2013).
1 Τήν περιγραφή τοῦ ἀγγέλου τήν ἔχω πάρει ἀπό τήν “Ἀποκάλυψη
τοῦ Ἰωάννη”· (Μετάφραση Ν. Ψαρουδάκη), Κεφ. 1, στίχ. 13-16.
2 Ὁ ποιητής εἶναι ὁ Μῆτσος Κασόλας καί οἱ σχετικοί στίχοι, ἀπό τό ποίημά
του “Ὁ δικός μας Χριστός”, λένε:
“Ὁ ἄγγελος πού ἦρθε ν’ ἀποκυλήσει τόν λίθον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου