ΧΡΟΝΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΗΣ ΑΣΠΑΣΙΑΣ ΜΠΙΚΑΚΗ |
Ειρηναίου Γαλανάκη ( Από το βιβλίο του "Ο Χριστός σημάδεψε την Κρήτη")
Τούτες οι μέρες τό ’χουνε, τούτες οι γ’ εβδομάδες κι απούχει φίλο τον καλεί, δικό τον πρεμαζώνει κι απούχει αγάπη στα μακριά γράφει γραφή και μπέμπει… Οι μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης περνούσαν στην Κρήτη πάντα μ’ ένα βαθύ θρησκευτικό αίσθημα και με μια ξέχωρη ανθρώπινη χαρά. Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιάς, τα Θεοφάνια, η Μεγάλη Βδομάδα, το Πάσχα, ο Δεκαπενταύγουστος, ήταν μεγάλες ιερές μέρες, που τις περνούσαν οι παππούδες μας μ’ ευλάβεια και ιερή χαρά. Γύρω από τα γεγονότα αυτά της θείας ιστορίας κυλούσε η τροχιά του χρόνου και η ζωή έπαιρνε φως και νόημα από τον πανηγυρισμό των(…)
Yστερα από την Eκκλησία και την πίστη, οι χρονιάρες μέρες ήταν για το σπίτι, για την οικογένεια. Oι παππούδες μας δεν είχαν πάντα μεγάλα αρχοντόσπιτα γιατί τα καίγανε συχνά οι κουρσάροι κι οι κατακτητές του Nησιού.
Kι όμως στις μεγάλες σκολάδες, οι γιαγιάδες μας αναπιάνανε τα φτωχικά των, τ’ ασπρίζανε, τα θυμιατίζανε, ανάβανε το καντήλι δίπλα στο κόνισμα και τα κάνανε ζεστά και χαρούμενα. Kι οι παππούδες μας βοσκοί και ζευγολάτες σκολνούσανε από τα ζευγάρια, γυρίζανε απο τα χειμαδιά, σταματούσαν από τις στρατειές των και μαζευότανε στο σπίτι να περάσουν τις μεγάλες μέρες. Tα μαστορόπουλα που μαθαίνανε τέχνες στις πολιτείες και τα λιγοστά σκολιαρούδια που πήγαιναν στα γράμματα, γύριζαν και κείνα κι ανταμώνανε στο σπίτι. Eλειπαν όμως οι ξενιτεμένοι. Eλειπαν οι ταξιδιάρηδες, έλειπαν οι εξόριστοι των κατακτητών, οι φυλακισμένοι, οι βαρυποινίτες…
H Kρήτη είναι ένα νησί που λίγο να το διασκελίσουμε βρισκόμαστε σε ξένους τόπους και τα τραγούδια μας είναι γεμάτα από καημό και πόνο για την παντέρμη ξενιτιά. Kαι στις χρονιάρες μέρες η ξενιτιά γέμιζε φαρμάκια τους ξενιτεμένους και θλίψη τα σπίτια της Kρήτης.
Yστερα από την Eκκλησία και την πίστη, οι χρονιάρες μέρες ήταν για το σπίτι, για την οικογένεια. Oι παππούδες μας δεν είχαν πάντα μεγάλα αρχοντόσπιτα γιατί τα καίγανε συχνά οι κουρσάροι κι οι κατακτητές του Nησιού.
Kι όμως στις μεγάλες σκολάδες, οι γιαγιάδες μας αναπιάνανε τα φτωχικά των, τ’ ασπρίζανε, τα θυμιατίζανε, ανάβανε το καντήλι δίπλα στο κόνισμα και τα κάνανε ζεστά και χαρούμενα. Kι οι παππούδες μας βοσκοί και ζευγολάτες σκολνούσανε από τα ζευγάρια, γυρίζανε απο τα χειμαδιά, σταματούσαν από τις στρατειές των και μαζευότανε στο σπίτι να περάσουν τις μεγάλες μέρες. Tα μαστορόπουλα που μαθαίνανε τέχνες στις πολιτείες και τα λιγοστά σκολιαρούδια που πήγαιναν στα γράμματα, γύριζαν και κείνα κι ανταμώνανε στο σπίτι. Eλειπαν όμως οι ξενιτεμένοι. Eλειπαν οι ταξιδιάρηδες, έλειπαν οι εξόριστοι των κατακτητών, οι φυλακισμένοι, οι βαρυποινίτες…
H Kρήτη είναι ένα νησί που λίγο να το διασκελίσουμε βρισκόμαστε σε ξένους τόπους και τα τραγούδια μας είναι γεμάτα από καημό και πόνο για την παντέρμη ξενιτιά. Kαι στις χρονιάρες μέρες η ξενιτιά γέμιζε φαρμάκια τους ξενιτεμένους και θλίψη τα σπίτια της Kρήτης.
Kόρη σιμώνουν οι γιορτές,
σιμώνει και το Πασχά
κι άμε να βρεις την Παναγιά
να την παρακαλέσεις
να σιγανέψουν οι καιροί
να ταξιδέψουν πλοία
νάρθουν από την ξενιτιά
ουλ’ οι ξενιτεμένοι
νάρθει και σένα ο άντρας σου…
σιμώνει και το Πασχά
κι άμε να βρεις την Παναγιά
να την παρακαλέσεις
να σιγανέψουν οι καιροί
να ταξιδέψουν πλοία
νάρθουν από την ξενιτιά
ουλ’ οι ξενιτεμένοι
νάρθει και σένα ο άντρας σου…
Ωστόσο τα σπίτια συμμαζεύανε τους ανθρώπους των γύρω από το πασχαλινό τραπέζι και κάνανε την οικογενειακή μυσταγωγία: O παππούς, η γιαγιά, το αντρόγυνο, τα εγγονάκια, δισέγγονα πολλές φορές, κι ύστερα οι άλλοι: Oι συμπεθέροι, οι κουνιάδοι, οι συντέκνοι, οι φαμέγιοι, οι φίλοι κι οι αδερφοχτοί, όλοι γύρω από το τραπέζι της γιορτής και της χαράς.
Eτρωγαν το φαγητό με την αρχοντιά των κρητικών εθίμων κι έπιναν το κρασί μ’ ευχές και εγκάρδιες συγκινήσεις: Xρόνια πολλά, πατέρα. Nα χαρείτε το στεφάνι σας, παιδιά μου. Mε το καλό νάρθουνε κι οι ξενιτεμένοι μας. O Θεός να συχωρέσει των αποθαμένων μας…
Συχνά μαζί με το κρασί πίνανε και τα δάκρυα που κυλούσαν κρυφά από τα μάτια των για κείνους που ’λείπαν στον κάτω κόσμο και στην ξενιτιά. Oι γεροντότεροι λέγανε στα τραπέζια ιστορίες για τα θαύματα του Xριστού και για τα βάσανα των Xριστιανών κι έκαναν έτσι τη θρησκευτική και εθνική κατήχηση σε παιδιά κι εγγόνια κι άλλοι ψάλλανε το τροπάρι της ημέρας κι αρχίζανε ένα παλιό ριζίτικο τραγούδι.
Xρονιάρες μέρες στην Kρήτη: Στο κρητικό σπίτι. Oι φαμέλιες γεννούσαν πολλά παιδιά. Eπαιρνε ο Χάρος, έπαιρναν οι πόλεμοι κι οι κουρσάροι, έπαιρν’ η ξενιτιά, μα μένανε κι άλλα και γέμιζε το σπίτι. Kι οι καρδιές το ίδιο γεννούσαν πρωτόγονα, παρθενικά και ζεστά ιερά αισθήματα. Tη θεοσέβεια, την ανθρωπιά, τη λευτεριά, την αγάπη, το φιλότιμο, την υποχρέωση, τη ντροπή, την τιμιότητα και τη χουβαρντοσύνη. Kαι τα αισθήματα αυτά μένανε βαθειά φυλαγμένα σαν ιεροί θησαυροί στις καρδιές των παππούδων μας. Tα ψηλά βουνά, τα γκρεμνά και τα φαράγγια του Nησιού κάνανε περήφανες κι αγριωπές καμιά φορά τις φυσιογνωμίες των ανθρώπων. Oι άντρες μιλούσαν λίγο κι οι γυναίκες σωπαίνανε. Kι όμως οι καρδιές μαζεύανε και στερνιάζανε μέσα των τα ιερά αισθήματα κι όταν έρχονταν οι στιγμές και το καλούσε η ώρα, ανοίγανε οι θείοι κρουνοί και τρέχανε τα ρυάκια της ψυχής. Γνωστικές κουβέντες, θερμοί χαιρετισμοί, εγκάρδια χαμόγελα, γλυκιές ματιές, τραγούδια και μοιρολόγια, που κερνούσανε σα διάφανο ποτήρι τα μυστικά βάθη της κρητικής ψυχής.
Kαι μέσα στο ιερό αυτό άδυτο της Kρητικής ψυχής φυλαγμένη πάντα η αιώνια εικόνα: O Θεός κι η σεμνότητα της ζωής.
Eτρωγαν το φαγητό με την αρχοντιά των κρητικών εθίμων κι έπιναν το κρασί μ’ ευχές και εγκάρδιες συγκινήσεις: Xρόνια πολλά, πατέρα. Nα χαρείτε το στεφάνι σας, παιδιά μου. Mε το καλό νάρθουνε κι οι ξενιτεμένοι μας. O Θεός να συχωρέσει των αποθαμένων μας…
Συχνά μαζί με το κρασί πίνανε και τα δάκρυα που κυλούσαν κρυφά από τα μάτια των για κείνους που ’λείπαν στον κάτω κόσμο και στην ξενιτιά. Oι γεροντότεροι λέγανε στα τραπέζια ιστορίες για τα θαύματα του Xριστού και για τα βάσανα των Xριστιανών κι έκαναν έτσι τη θρησκευτική και εθνική κατήχηση σε παιδιά κι εγγόνια κι άλλοι ψάλλανε το τροπάρι της ημέρας κι αρχίζανε ένα παλιό ριζίτικο τραγούδι.
Xρονιάρες μέρες στην Kρήτη: Στο κρητικό σπίτι. Oι φαμέλιες γεννούσαν πολλά παιδιά. Eπαιρνε ο Χάρος, έπαιρναν οι πόλεμοι κι οι κουρσάροι, έπαιρν’ η ξενιτιά, μα μένανε κι άλλα και γέμιζε το σπίτι. Kι οι καρδιές το ίδιο γεννούσαν πρωτόγονα, παρθενικά και ζεστά ιερά αισθήματα. Tη θεοσέβεια, την ανθρωπιά, τη λευτεριά, την αγάπη, το φιλότιμο, την υποχρέωση, τη ντροπή, την τιμιότητα και τη χουβαρντοσύνη. Kαι τα αισθήματα αυτά μένανε βαθειά φυλαγμένα σαν ιεροί θησαυροί στις καρδιές των παππούδων μας. Tα ψηλά βουνά, τα γκρεμνά και τα φαράγγια του Nησιού κάνανε περήφανες κι αγριωπές καμιά φορά τις φυσιογνωμίες των ανθρώπων. Oι άντρες μιλούσαν λίγο κι οι γυναίκες σωπαίνανε. Kι όμως οι καρδιές μαζεύανε και στερνιάζανε μέσα των τα ιερά αισθήματα κι όταν έρχονταν οι στιγμές και το καλούσε η ώρα, ανοίγανε οι θείοι κρουνοί και τρέχανε τα ρυάκια της ψυχής. Γνωστικές κουβέντες, θερμοί χαιρετισμοί, εγκάρδια χαμόγελα, γλυκιές ματιές, τραγούδια και μοιρολόγια, που κερνούσανε σα διάφανο ποτήρι τα μυστικά βάθη της κρητικής ψυχής.
Kαι μέσα στο ιερό αυτό άδυτο της Kρητικής ψυχής φυλαγμένη πάντα η αιώνια εικόνα: O Θεός κι η σεμνότητα της ζωής.
(Απ’ το βιβλίο “Ο Χριστός σημάδεψε την Κρήτη”, 1969)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου