Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ


Και μας κοίταζε ο αναστημένος Χριστός!*





Πασχαλινό διήγημα του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ



Ένας μεσοκαιρίτης καλόγερος πρόβαινε κάθε τόσο στην Ωραία Πύλη κι έκλεινε όλη την έκσταση στον λόγο του. Ψάλτη δεν είχε. Μήτε άλλους καλογέρους να τον παραστέκουν. Ένας ήταν, ένας μόνο, έδινε ζωή στο τοπίο κι έπαιρνε ζωή από το άγγιγμα του Θεού. Παπάς τη μια, ψάλτης την άλλη, όλα μπορούσε να τα προκάμει.

Ήμασταν από τους πρώτους που φτάσαμε στο μοναστήρι, βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Είχαμε αποφασίσει να πάμε λίγο πιο μακριά για ν' ακούσομε το «Χριστός Ανέστη», εκεί όπου η μυσταγωγία παραμένει μυσταγωγία, εκεί όπου ο κόσμος δεν σειέται σύγκορμα από τις απανωτές εκρήξεις των βαρελότων. Ακολουθήσαμε τον στενό χωματόδρομο, περάσαμε μέσ' από κάποιες μικρές λαγκαδιές και φτάσαμε σ' έναν τόπο παραδομένο στην άνοιξη, μέχρι κι οι πέτρες μου φαινόταν πως μοσχοβολούσαν, είχε βρέξει εκείνο τον χρόνο και οργίαζαν τ' αγριολούλουδα. Εκεί, ανάμεσα στις αρχαίες ελιές και την απέραντη επικράτεια των θάμνων, βρισκόταν το καστρομονάστηρο της Παναγιάς, ένα κτήρι φτιαγμένο στα χρόνια της Βενετιάς· η εκκλησία στη μέση, ολόγυρα τα κελιά των παλιών καλογέρων, στην άκρη ο πύργος με τις πολεμίστρες και παντού ο απόηχος μιας μακράς ιστορίας που επιμένει να μιλά με τις φωνές των Αγγέλων.

Μόλις πριν από κάμποσα χρόνια είχε φτάσει ως εκεί το ηλεκτρικό, μα τούτος ο καλόγερος, ο μόνος που είχε απομείνει στο μοναστήρι, επέμενε ν' ανάβει μόνο τις μεγάλες καντήλες με το λιόλαδο, μόνο τα κεριά και τις λαμπάδες, έτσι που μέσ' από το τρέμουλό τους ν' αναδύεται διαρκώς αμόλυντος κι αφτιασίδωτος ένας αρχέγονος κόσμος πλασμένος με φως.

 

Την ώρα που φτάναμε κρατούσε ακόμη το σκοινί της καμπάνας. Το τύλιξε στο κερκέλι της πόρτας, ανασκουμπώθηκε κι έτρεξε στο ιερό σαν κυνηγημένος από το χρέος. Δεν κοίταξα το ρολόι. Μήτ' εκείνος θαρρώ πως το κοίταξε. Εκείνος δεν είχε ρολόι, εκείνος ήξερε. Μα το θαύμα φάνηκε ολοζώντανο μπροστά μας όταν ακούστηκαν οι πρώτες ψαλμωδίες, ήταν σαν να τυλίγονταν οι νότες στο φως, σαν να καλαναρχούσε το ανέσπερο φως, αυτό που το βλέπει κανείς μόνο με τα μάτια της ψυχής, οι φθαρτοί οφθαλμοί μας δεν μπορούν να τ' ακουμπήσουν.

«Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην και τύραννον...»

Δυο από μας, γραμματιζούμενοι τάχατες,  ανεβήκαμε στα στασίδια, ένας δεξιά κι ένας ζερβά, δεν ξέραμε να ψάλλομε, διαβάζαμε μόνο, και στο τέλος αποσέρναμε τις φωνές μας («αμήήήήήν»), έτσι για να μην αποτελούμε παραφωνία.

«Σε τον επί υδάτων κρεμάσαντα πάσαν την γην...»



Ώρα με την ώρα κατέφταναν κάποιοι ποιμένες, έρχονταν και λίγοι από τα πιο κοντινά χωριά, στο τέλος θα μαζεύτηκαν δέκα - δεκαπέντε, όχι περισσότεροι, ακροπατώντας όλοι για να μην ακουστεί μήτε καν ο βηματισμός τους. Τέτοιες στιγμές καταλαβαίνει κανείς και την ποίηση και το θαύμα. Ο βυζαντινός υμνογράφος άπλωνε πέρ' από τα σύνορα του χώρου, πέρ' από τα σύνορα του χρόνου το μεγαλείο της γλώσσας - άλλη μυσταγωγία και τούτη - αυτό το παιγνίδι των λέξεων που πλάστηκαν λες μόνο και μόνο για να προσπαθήσουν να περιγράψουν το άρρητο.

«Ανηρέθης αλλ' ου διηρέθης...» αντηχούσε η φωνή του καλόγερου.



Το «Χριστός Ανέστη» ακούστηκε ακριβώς έξω από την πύλη της εκκλησίας. Τότε κοίταξα για πρώτη φορά το ρολόι. Δώδεκα. Ακριβώς δώδεκα! Ο καλόγερος δεν είχε ρολόι, ο καλόγερος ήξερε.

Η φωνή του αντήχησε στις παρειές του καστρομονάστηρου, ίσως και στις παρειές τ' ουρανού, χιλιάδες περιστέρια ξετρύπωσαν από τις παλιές πολεμίστρες κι άρχισαν να φτερουγίζουν πάνω από τις κεφαλές μας, πάνω από τη σκέπη της εκκλησίας, κάτω από τον αστερόεντα θόλο, εκεί απ' όπου μας κοίταζε ο αναστημένος Χριστός!

  Χριστός Ανέστη!

(ΣΗΜ. Ήταν Πάσχα του 1986. Ανεξίτηλα γραμμένο στο τεφτέρι της μνήμης).



* Από την οικογένεια του Νίκου Ψιλάκη, Χρόνια Πολλά!
   Τι δώρο κι αυτό! 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου