Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΚΕΡΙ ΣΤΟ ΜΑΝΟΥΑΛΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΗΣ



Σαν χθες πριν από 10 χρόνια, λίαν πρωί, έφυγε στα 90 της χρόνια, για το άλλο ημισφαίριο της ζωής, η μάνα μου. Σαν σήμερα, παραμονή της Μεγάλης των Θεοφανείων Εορτής, η κηδεία της στο Νίππος, στο χωριό που έζησε από γεννησιμιού της, μέχρι τέλους, δίχως διακοπή. Ήταν μια λιόκαλη μέρα, όπως εκείνη που είχε φύγει πολύ πριν, στις 24 Νοεμβρίου (ημέρα των γενεθλίων μου) 1994 ο πατέρας μου. Να την αποχαιρετίσω το δίχως άλλο, να της πω δυο λόγια για κατευόδιο, να την “αποβγάλω” η παραγγελιά της, σε ανύποπτο χρόνο. Το έκανα, αυτό έλειπε να της χαλάσω χατήρι. Πάνω από δέκα φορές, θυμούμαι, είχα διαβάσει τον επικήδειο λόγο που ετοίμασα, πριν τον εκφωνήσω, για να “αποφορτιστώ”, να μην κομπιάσω σε κανένα σημείο. Τα κατάφερα. «Να καρφώνεις τα νύχια σου για να μην κλάψεις», ο ορισμός της αξιοπρέπειας γι’ αυτήν…

«Μια αειθάλλουσα, πολύκαρπη ελιά η μάνα μας και η γιαγιά μας! Μια ελιά που άντεξε σ’ όλους τους καιρούς μ’ όλους τους ανέμους. Μια ελιά που είχε απλώσει τις ρίζες της στη σάρκα της λαϊκής μας παράδοσης και είχε γίνει ένα μαζί της. Μια ελιά στον ίσκιο της οποίας πάντα θα βρίσκουμε καταφύγιο. Προπάντων τώρα που έφυγε κοντά στον πατέρα μας, στη Χώρα των Μακάρων. Όπως βρίσκαμε ακόμα και τα τελευταία χρόνια, όταν τα πόδια της είχαν πάψει πια να την υπακούνε και τα χέρια της, αυτά τα αγιασμένα χέρια, δεν μπορούσαν να κάμουν ούτε τα απαραίτητα. Απέραντος ο θαυμασμός μας γ’ αυτήν. Για τα που γνώριζε κι ας μην είχε τελειώσει ούτε το Δημοτικό, για το πότε έπρεπε να μιλήσει και πότε να σωπάσει, για το πώς “κανόνιζε” τα πράγματα και τις καταστάσεις. Πάνω απ’ όλα, όμως καταλυτική η αγάπη μας. Μια αγάπη, ωστόσο, που όσα κι αν κάναμε κι ότι κι αν κάνουμε, θα μείνει ανεξόφλητη. Όχι! Τίποτα, μα τίποτα, “ενόσω ζούμε, αναπνέουμε και σωφρονούμε”, για να θυμηθώ τα ρήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στο διήγημά του “Λαμπριάτικος ψάλτης”, δεν μπορεί να βγάλει απ’ την καρδιά μας τούτη την αιωνόβια, πολύκαρπη και καλλίκαρπη ελιά». Ένα απόσπασμα απ’ τα που είπα…

«“Εγώ μαμά, θα τραβώ την κατσίκα”/ λέει ο Αντώνης, μ’ όλο το βάρος των τεσσάρων του χρόνων./ Ζηλεύω, ζηλεύω πολύ γιατί το ‘πε αυτός,/ που του ρίχνω κοντά δυο χρόνια αιώνες./ “Είστε μικροί και η κατσίκα είναι άγρια”,/ λέει δένοντας κόμπο το σκοινί στη μέση της./ Χέρι ελεύθερο γι’ αυτήν, δεν έχει./ Στο ένα θα κρατά το καλάθι με το φαγητό/ και το άλλο πρέπει να το κάνει αγκαλιά/ για τη Στέλλα που έχει μόλις χρονιάσει./ “Θα τρέχει ο ποταμός, μην πάμε,/ μπορεί και να βρέξει” κλαψουρίζω./ Δεν σηκώνει κουβέντα./ “Ο πατέρας σας μας περιμένει/ να μαζέψουμε τις ελιές./ Ας τρέχει ο ποταμός κι ας βρέξει…”» Το ποίημά μου “Ας τρέχει, κι ας βρέξει” (από την ποιητική συλλογή “Όταν γίνεις ποίημα”, Χανιά 2013).

ΚΟΡΩΝΟΙΚΑ ... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ

Παραμονή του Μεγάλου Αγιασμού και οι καλικάντζαροι της λαϊκής μας παράδοσης, έχουν ήδη φύγει, για να μην τους προλάβει ο παπάς με την αγιαστούρα του. «Να ‘τανε καλικάντζαρος ο Κοβητάς μακάρι/ για να τον εξαφάνιζε του Αγιασμού η Χάρη», μας λέει σχετικά η μαντιναδολόγος μας, η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. Για να συνεχίσει στη δεύτερη. «Όπως τον καλικάντζαρο ο κορωνιός να γίνει/ μετά τα Θεοφάνεια ιός να μην πομείνει». Από το στόμα της και στου Θεού τ’ αυτί!

«Δεν μας ενδιαφέρει αν η επιστημονική κοινότητα δεν πιστεύει στον Θεό. Αυτό είναι δικό της πρόβλημα. Όμως αυτά που μας λέει είναι σωστά, είναι η επιστήμη τους». Ξεκάθαρος στο κήρυγμά του, κατά τη θεία λειτουργία του Αγίου Βασιλείου, την Πρωτοχρονιά, ο μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Παύλος. Τα της επιστήμης τη Επιστήμη και τα του Θεού τω Θεώ, η πρώτη σκέψη που έκανα, κατά το “Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ”. Για να μπω, ωστόσο, αμέσως μετά στα βαθιά, ενθυμούμενος έναν στίχο του Γιώργου Σεφέρη. «Τι ‘ναι Θεός, μη Θεός και τι τ’ ανάμεσό τους;»

«Σκουντιόμαστε!/ Δεξί με δεξί επιτρέπεται./ Δεξί με αριστερό επιτρέπεται./ Αριστερό με δεξί επιτρέπεται./ Οι καλυμμένοι αγκώνες και τα γάντια στα χέρια/ οι μόνες προϋποθέσεις.// Ωστόσο,/ το πλάτη με πλάτη παραμονεύει,/ ενώ οι κλειστές παλάμες/ επιμένουν να ονειρεύονται/ την ηδονή της χειραψίας». Το ποίημα του γράφοντος “Το όνειρο των χεριών” από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή “Ιχνηλατώντας”, η ψηφιακή έκδοση της οποίας έχει προγραμματιστεί για το τέλος αυτού του μήνα με αρχές του επόμενου.

Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 5.1.21)

2 σχόλια:

  1. Όλα θαυμαστά και ευρηματικά. Μα, εκείνη η σκηνή του Αντώνη, με την "έτσι θέλω" διεκδίκηση της κατσίκας, και τα παρεπόμενά της, δεν έχει ταίρι. Βίωμα γραμμένο με Σινική! Καλή χρονιά σε όλους σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ πολύ για το αγαπητικό σχόλιό σου, φίλε! Βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου η σκηνή! Παράκληση για επικοινωνία μαζί μου... ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή