Ο Άγιος Βασίλης ντράπηκε που όλες οι προσευχές, όλα τα γράμματα που είχαν φτάσει μέχρι τον ουρανό ήταν από χορτασμένα παιδιά, από παιδιά που είχαν σπίτι.
Πήρε τη μεγάλη απόφαση να μη φτάσει μέχρι τη γη. Να μη δώσει δώρα εφέτος.
Εφτασε στη γωνιά που του είχε ορίσει ο Θεός. Και τότε μόνο κατάλαβε πως δεν κουβαλούσε καμιά σακούλα. Τότε ένιωσε πως δε φορούσε τη βαριά κάπα ούτε τις ψηλές μπότες ούτε τον σκούφο.
ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ
Γράφει ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Ο αληθινός Άγιος Βασίλης
Και σήμερα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, όπως και την παραμονή των Χριστουγέννων, ένα επίσης παλιό μου κείμενο, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα μας πριν από 34 ακριβώς χρόνια. Ηταν παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1978...
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ο Αη Βασίλης θυμάται πως όσο ήταν στη γη, σκόρπιζε τη χαρά σ’ όλους τους πονεμένους. Είχε στ’ αλήθεια έναν δικό του μοναδικό τρόπο να σφραγίζει με χαμόγελα τα γελαστά χείλη.
Ετσι θεώρησε σωστό πως είχε χρέος να κατεβεί και φέτος στη γη, για να μοιράσει, έστω και για μια μέρα, τη χαρά και το γέλιο στους ανθρώπους.
Μέρες τώρα τον καλούσαν τα παιδιά με χαρούμενες φωνές και τραγούδια, τα γράμματα που είχε πάρει σχημάτιζαν έναν μεγάλο σωρό. Θέλω ένα τόοοοσο μεγάλο τρένο...
Θέλω μια κούκλα που να μιλά... Θέλω ένα πιστόλι που να σκοτώνει... του έγραφαν τα παιδιά.
Συγκινήθηκε ο Αγιος Βασίλης. Πάντα του ήταν ευαίσθητος άνθρωπος ο καλός Αγιος.
Δεν έπρεπε, λοιπόν, καθόλου ν’ αργοπορήσει. Μα πώς θα παρουσιαζόταν μπροστά στα παιδιά; Οταν ζούσε ανάμεσα στους ανθρώπους, φορούσε κουρέλια, κάτι ξεχαρβαλωμένα σαντάλια κι ήταν πετσί και κόκκαλο απ’ τη νηστεία και την προσευχή. Δεν μπορούσε βέβαια να παρουσιαστεί μ’ αυτά τα χάλια στα παιδιά!
Ετσι για χατίρι τους φόρεσε ένα δερμάτινο πανταλόνι, έρριξε στους ώμους του μια ζεστή κόκκινη κάπα, έβαλε ψηλές μπότες, έχωσε μέχρι τ’ αφτιά έναν μάλλινο σκούφο, φούσκωσε τα μάγουλά του και κόλλησε άσπρα γένια και μουστάκια στο πρόσωπό του. Κάπως έτσι πίστευε πως θα γινόταν παραδεχτός απ’ τα παιδιά.
Κι ύστερα φορτώθηκε τη μεγάλη σακούλα που ήταν γεμάτη από κάθε λογής παιχνίδια, χάιδεψε την ολάσπρη γενειάδα του σίγουρος πως δεν είχε ξεχάσει κανένα παιδάκι, χαμογέλασε και κατηφόρισε προς τη γη. Ηταν χαρούμενος ο Αη Βασίλης που φέτος δε θα χαλούσε κανενός παιδιού το χατίρι.
Μα όσο κόνταινε στη γη η χαρά του λιγόστευε, γιατί ανάμεσα στα χαρούμενα παιδικά τραγούδια, ξεχώριζε κι άλλες αδύνατες, ξεψυχισμένες παιδικές φωνές, πνιγμένες στο κλάμα.
«Θέλω να γυρίσουμε στο σπίτι μας», ήταν η φωνή του οκτάχρονου Αντρέα από την Κύπρο, που τώρα και τέσσερα χρόνια ζούσε σε μια σκηνή.
Η μάνα του όμως ήξερε καλά, πως δεν μπορούσε να γίνει και προσπαθούσε να τον παρηγορήσει.
«Σώπα γιε μου... Μην κλαις... Απόψε θα ’ρθει ο Αγιος Βασίλης και θα σου φέρει ένα τόοοοοσο μεγάλο τρένο... Θα δεις...».
Μα το παιδί δεν ήθελε ν’ ακούσει.
«Δεν θέλω τρένο μάνα... Δεν θέλω σου λέω... Εγώ θέλω το σπίτι μας...».
Ο Αγιος Βασίλης δε δυσκολεύτηκε να θυμηθεί πως μέσα στη σακούλα του δεν είχε το σπίτι του μικρού Αντρέα απ’ την Κύπρο. Μα ας είναι... συλλογίστηκε. Θα του δώσω κάτι παραπάνω... μπορεί να του περάσει... χρονιάρα μέρα που θα ξημερώσει. Εύκολα μπορεί κανένας να ξεγελάσει ένα παιδί...
«Πεινώ μάνα... πεινώωω»... έλεγε ο μικρός Μπανκίμ στη μάνα του, που ζούσαν κάπου στην Ινδία.
«Σώπα αστέρι μου... Ο Αη Βασίλης θα σου φέρει μια χρωματιστή πέτρα».
«Δε θέλω χρωματιστή πέτρα μάνα... δε θέλω... ψωμί θέλω μάνα, ψωμίιιιι»...
Ο Αη Βασίλης θυμόταν πως δεν είχε ούτε μια μπουκιά ψωμί για τον μικρό Μπανκίμ στη σακούλα του.
Κατσούφιασε. Εγώ κουβαλώ παιχνίδια, ενώ υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν να φάνε ψωμί... σκέφτηκε. Κι έξυνε το κεφάλι του, γιατί δεν ήξερε πώς να ξεγελάσει ένα παιδί μ’ ένα παιχνίδι, όταν δεν έχει ψωμί να χορτάσει την πείνα του.
«Πού είναι ο πατέρας, μάνα;», ρωτούσε η μικρή Ισιδώρα κάπου στη Χιλή.
«Θα γυρίσει παιδί μου».
«Πού είναι μάνα;».
«Στον ουρανό κόρη μου. Εκεί τον έστειλαν οι κακοί άνθρωποι».
«Φέτος δε θέλω δώρο μάνα. Θα παρακαλέσω τον Αη Βασίλη να μου φέρει πίσω τον πατέρα μου».
Ο Αη Βασίλης δεν άκουσε την απάντηση της μητέρας. Μα θυμήθηκε πως μέσα στη σακούλα δεν είχε ούτε τον πατέρα της Ισιδώρας.
Και τότε ντράπηκε για τον ανόητο ρόλο που τον είχαν βάλει οι άνθρωποι να παίξει. Ντράπηκε που όλες οι προσευχές, όλα τα γράμματα που είχαν φτάσει μέχρι τον ουρανό ήταν από χορτασμένα παιδιά, από παιδιά που είχαν σπίτι.
Πήρε τη μεγάλη απόφαση να μη φτάσει μέχρι τη γη. Να μη δώσει δώρα εφέτος.
Εφτασε στη γωνιά που του είχε ορίσει ο Θεός. Και τότε μόνο κατάλαβε πως δεν κουβαλούσε καμιά σακούλα. Τότε ένιωσε πως δε φορούσε τη βαριά κάπα ούτε τις ψηλές μπότες ούτε τον σκούφο.
Ενα τριμμένο ράσο σκέπαζε τώρα πια το λιπόσαρκο κορμί του. Είχε ξαναγίνει ο αληθινός Αγιος Βασίλης· κι έκλαιγε μ’ αναφιλητά για τον Αντρέα απ’ την Κύπρο, τον Μπανκίμ απ’ την Ινδία, την Ισιδώρα απ’ τη Χιλή.
Αλλαζε η μέρα. Κάτω στη γη τα παιδιά είχαν πάρει τα δώρα τους. Τρένα που έτρεχαν, κούκλες που μιλούσαν, μπιστόλια που σκότωναν... Καλή χρονιά!
Οι γονείς τους τούς δήλωναν κατηγορηματικά ότι τα είχε φέρει τη νύχτα ο Αγιος Βασίλης. Τα ’ρίξε απ’ την καμινάδα τους λέγανε.
Τα παιδιά με τα δώρα στα χέρια έκαναν πως το πίστευαν και γελούσαν ευτυχισμένα. «Σ’ ευχαριστούμε Αη Βασίλη...», έλεγαν με σημασία κι έκλειναν το μάτι.
Ηταν πολύ χαρούμενα τα παιδιά, μέσα στο σπίτι τους, κοντά στους γονείς τους· για το ψωμί τους ούτε λόγος.
Ο Αη Βασίλης ήταν πνιγμένος στο κλάμα.
Χανιώτικα νέα (31.12.2012)