Στην αρχή ήταν μόνο η εικόνα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας. Μια εικόνα που η ιστορία της χάνεται στην άχνα των θρύλων και που έφτασε μέχρι τον Φρε με μυθιστορηματικό τρόπο. Λένε ότι ιστορήθηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά, ότι βρέθηκε εδώ, χάρις στους τελευταίους Κρητικούς υπερασπιστές του Βυζαντίου, αφού φυγαδεύτηκε στο Αγιο Ορος, άγνωστο πότε, όταν αγρίεψαν τα πράγματα. Οι παλιές ιστορίες, λένε ακόμα κουβέντες παράξενες. Για θείες ανταύγειες και για μυστικές φωνές.
Δείτε περισσότερα... ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Η Ευαγγελίστρια του Αποκόρωνα
Και στην Ευαγγελίστρια του Αποκόρωνα, προπαραμονή της Χάρης της, ο νους μου…
Στην αρχή ήταν μόνο η εικόνα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας. Μια εικόνα που η ιστορία της χάνεται στην άχνα των θρύλων και που έφτασε μέχρι τον Φρε με μυθιστορηματικό τρόπο. Λένε ότι ιστορήθηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά, ότι βρέθηκε εδώ, χάρις στους τελευταίους Κρητικούς υπερασπιστές του Βυζαντίου, αφού φυγαδεύτηκε στο Αγιο Ορος, άγνωστο πότε, όταν αγρίεψαν τα πράγματα. Οι παλιές ιστορίες, λένε ακόμα κουβέντες παράξενες. Για θείες ανταύγειες και για μυστικές φωνές. Για θάματα και οράματα που, όταν δεν τα χωρεί ο νους, βρίσκουν απόσκιο στις αναμεσάδες της καρδιάς. Οι “σύγχρονες μαρτυρίες”, όμως, ονοματίζουν τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Λένε για τον Μανόλη Διγενή που, αφού στα 1790 σκότωσε έναν περαστικό γενίτσαρο, για να προστατέψει τη γυναίκα του, έκτισε εδώ το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού. Μακαρίζουν τον Μακάριο Μπραουδάκη, τον αρχιμανδρίτη – μοναχό, που ήρθε το 1838 από το Αγιο Ορος, έχοντας στην αγκαλιά του την εικόνα κι έκτισε την πρώτη Ευαγγελίστρια, διακονεύοντας στο χωριό του, μα και με τη βοήθεια του φοβερού Φρεδιανού Τούρκου, του Μπάντρη. Μιλούν για το ξαφνικό γκρέμισμα της εκκλησίας, εκεί γύρω στα 1858 και για το ξανακτίσιμό της απ’ τον Μακάριο που περιήλθε όλον τον Αποκόρωνα, μα και τα Σφακιά, για να μαζέψει τα αναγκαία χρήματα. Διηγούνται το πρώτο αιματηρό επεισόδιο της επανάστασης του 1866, όταν ο Νικόλαος Τζιτζικάλης σκότωσε τον φόβο και τον τρόμο της περιοχής, τον Χατζή – Χουσεΐν Αγά απ’ τα Πεμόνια. Περιγράφουν τις επαναστατικές συνελεύσεις των δεκαετιών 1870 και 1890 που έγιναν μέσα κι έξω απ’ την εκκλησία. Θυμίζουν τα δύο χρόνια που λειτουργούσε ο Φρεδιανός δεσπότης, ο Ιερόθεος Πραουδάκης και τη στιγμή της αναχώρησής του για το Ρέθυμνο, όταν «γυναίκες με δακρύοντας οφθαλμούς κατησπάζοντο τας χείρας αυτού, άνδρες δε τον απεχαιρέτουν με κεκομμένας εκ της συγκινήσεως φράσεις». Αναφέρονται στον παπα – Γιάννη Λαγουμιτζάκη, που ήταν η ψυχή της ανοικοδόμησης του Ναού, με τη μορφή που έχει σήμερα, λίγο μετά το 1930 και στους Φρεδιανούς που πολλοί απ’ αυτούς για να συμμετάσχουν στον έρανο, υποθήκευαν τα χωράφια τους παίρνοντας δάνειο. Κάνουν λόγο για τους αντάρτες, οι οποίοι έκαμαν στα 1944 ορμητήριό τους την εκκλησία και για τις δύο γερμανικές οβίδες που πέρασαν μέσα απ’ το τετράψηλο καμπαναριό διαλαλώντας ένα ακόμα θαύμα…
Αναθυμούνται τα παλιά και νεότερα πανηγύρια, παρακλήσεις και ταξίματα, ανοιχτές πόρτες και στρωμένες τάβλες, λυράρηδες και χορευταράδες και στέκονται λίγο παραπάνω για ν’ ακουστεί το τοπικό λαϊκό Υπερμάχω: «Σαν θες να δεις και να χαρείς άντρες και παλληκάρια/ να ’ν’ δυνατά και φοβερά ως είν’ τα λεοντάρια/ Αμε στον Αποκόρωνα, στον Φρε τση Βαγγελίστρας/ οπού μαζώνονται χωριά κι ούλες οι Επαρχίες./ Να δεις λιγνούς για το σπαθί, μικρούς για το ντουφέκι/ να δεις ξανθές, να δεις καλές».
Και βέβαια μνημονεύουν τους εφημερίους, τους επιτρόπους, τους μεγάλους ευεργέτες και δωρητές και αφιερωτές, όλους όσοι διακόνησαν τον Ναό και διακόνεψαν για τη μεγαλοπρέπειά του.
Ονοματίζουν, μακαρίζουν, μιλούν, διηγούνται, περιγράφουν, αναφέρονται, κοντολογίς μνημονεύουν όλους και όλα, που θα συνεορτάσουν μαζί με τους προσκυνητές στη Χάρη της. Ανάμεσα στα χαρμόσυνα ντιν – νταν της γριάς καμπάνας της που θα διαλαλήσουν σ’ όλο τον Αποκόρωνα τη μεγάλη γιορτή.
Συντροφιά με τις μικρές πνοές του αέρα που θα κατεβαίνει απ’ τον Μπούμπουλο και τις Χώσες. Στον απόηχο της υπέροχης παραφωνίας ενός νηπιακού που θα τραγουδήσει για πρώτη φορά το «χαίρε ω χαίρε» της ελευθερίας μας.
Στη σκιά της σημαίας των Ελλήνων και του λάβαρου του ένδοξού μας βυζαντινισμού. Εδώ, στην Παναγία του Φρε, στην Ευαγγελίστρια του Αποκόρωνα, που επίσης γονυκλινείς θα καταφτάσουν οι παλιοί καπετάνιοι των αρμάτων και των γραμμάτων. Ο Γερω – Κωσταρός και ο Μαθιός Μυλωνογιάννης, ο Ξέπαπας και ο Κατσίγαρης, ο Παρθένιος Κελαϊδής και ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, ο Παπα – Γαβρίλης και ο Σήφακας. Και βέβαια ο σημερινός Αποκόρωνας. Φορώντας το μαύρο του κεφαλομάντηλο, σημάδι και φυλαχτάρι της μνήμης, δεμένο σφιχτά και κρατώντας με σέβας την καμωμένη από αζίλακα κατσούνα στο χέρι – χέρι σαν σημάδι επιβίωσης…
Στην αρχή ήταν μόνο η εικόνα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας. Μια εικόνα που η ιστορία της χάνεται στην άχνα των θρύλων και που έφτασε μέχρι τον Φρε με μυθιστορηματικό τρόπο. Λένε ότι ιστορήθηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά, ότι βρέθηκε εδώ, χάρις στους τελευταίους Κρητικούς υπερασπιστές του Βυζαντίου, αφού φυγαδεύτηκε στο Αγιο Ορος, άγνωστο πότε, όταν αγρίεψαν τα πράγματα. Οι παλιές ιστορίες, λένε ακόμα κουβέντες παράξενες. Για θείες ανταύγειες και για μυστικές φωνές. Για θάματα και οράματα που, όταν δεν τα χωρεί ο νους, βρίσκουν απόσκιο στις αναμεσάδες της καρδιάς. Οι “σύγχρονες μαρτυρίες”, όμως, ονοματίζουν τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Λένε για τον Μανόλη Διγενή που, αφού στα 1790 σκότωσε έναν περαστικό γενίτσαρο, για να προστατέψει τη γυναίκα του, έκτισε εδώ το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού. Μακαρίζουν τον Μακάριο Μπραουδάκη, τον αρχιμανδρίτη – μοναχό, που ήρθε το 1838 από το Αγιο Ορος, έχοντας στην αγκαλιά του την εικόνα κι έκτισε την πρώτη Ευαγγελίστρια, διακονεύοντας στο χωριό του, μα και με τη βοήθεια του φοβερού Φρεδιανού Τούρκου, του Μπάντρη. Μιλούν για το ξαφνικό γκρέμισμα της εκκλησίας, εκεί γύρω στα 1858 και για το ξανακτίσιμό της απ’ τον Μακάριο που περιήλθε όλον τον Αποκόρωνα, μα και τα Σφακιά, για να μαζέψει τα αναγκαία χρήματα. Διηγούνται το πρώτο αιματηρό επεισόδιο της επανάστασης του 1866, όταν ο Νικόλαος Τζιτζικάλης σκότωσε τον φόβο και τον τρόμο της περιοχής, τον Χατζή – Χουσεΐν Αγά απ’ τα Πεμόνια. Περιγράφουν τις επαναστατικές συνελεύσεις των δεκαετιών 1870 και 1890 που έγιναν μέσα κι έξω απ’ την εκκλησία. Θυμίζουν τα δύο χρόνια που λειτουργούσε ο Φρεδιανός δεσπότης, ο Ιερόθεος Πραουδάκης και τη στιγμή της αναχώρησής του για το Ρέθυμνο, όταν «γυναίκες με δακρύοντας οφθαλμούς κατησπάζοντο τας χείρας αυτού, άνδρες δε τον απεχαιρέτουν με κεκομμένας εκ της συγκινήσεως φράσεις». Αναφέρονται στον παπα – Γιάννη Λαγουμιτζάκη, που ήταν η ψυχή της ανοικοδόμησης του Ναού, με τη μορφή που έχει σήμερα, λίγο μετά το 1930 και στους Φρεδιανούς που πολλοί απ’ αυτούς για να συμμετάσχουν στον έρανο, υποθήκευαν τα χωράφια τους παίρνοντας δάνειο. Κάνουν λόγο για τους αντάρτες, οι οποίοι έκαμαν στα 1944 ορμητήριό τους την εκκλησία και για τις δύο γερμανικές οβίδες που πέρασαν μέσα απ’ το τετράψηλο καμπαναριό διαλαλώντας ένα ακόμα θαύμα…
Αναθυμούνται τα παλιά και νεότερα πανηγύρια, παρακλήσεις και ταξίματα, ανοιχτές πόρτες και στρωμένες τάβλες, λυράρηδες και χορευταράδες και στέκονται λίγο παραπάνω για ν’ ακουστεί το τοπικό λαϊκό Υπερμάχω: «Σαν θες να δεις και να χαρείς άντρες και παλληκάρια/ να ’ν’ δυνατά και φοβερά ως είν’ τα λεοντάρια/ Αμε στον Αποκόρωνα, στον Φρε τση Βαγγελίστρας/ οπού μαζώνονται χωριά κι ούλες οι Επαρχίες./ Να δεις λιγνούς για το σπαθί, μικρούς για το ντουφέκι/ να δεις ξανθές, να δεις καλές».
Και βέβαια μνημονεύουν τους εφημερίους, τους επιτρόπους, τους μεγάλους ευεργέτες και δωρητές και αφιερωτές, όλους όσοι διακόνησαν τον Ναό και διακόνεψαν για τη μεγαλοπρέπειά του.
Ονοματίζουν, μακαρίζουν, μιλούν, διηγούνται, περιγράφουν, αναφέρονται, κοντολογίς μνημονεύουν όλους και όλα, που θα συνεορτάσουν μαζί με τους προσκυνητές στη Χάρη της. Ανάμεσα στα χαρμόσυνα ντιν – νταν της γριάς καμπάνας της που θα διαλαλήσουν σ’ όλο τον Αποκόρωνα τη μεγάλη γιορτή.
Συντροφιά με τις μικρές πνοές του αέρα που θα κατεβαίνει απ’ τον Μπούμπουλο και τις Χώσες. Στον απόηχο της υπέροχης παραφωνίας ενός νηπιακού που θα τραγουδήσει για πρώτη φορά το «χαίρε ω χαίρε» της ελευθερίας μας.
Στη σκιά της σημαίας των Ελλήνων και του λάβαρου του ένδοξού μας βυζαντινισμού. Εδώ, στην Παναγία του Φρε, στην Ευαγγελίστρια του Αποκόρωνα, που επίσης γονυκλινείς θα καταφτάσουν οι παλιοί καπετάνιοι των αρμάτων και των γραμμάτων. Ο Γερω – Κωσταρός και ο Μαθιός Μυλωνογιάννης, ο Ξέπαπας και ο Κατσίγαρης, ο Παρθένιος Κελαϊδής και ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, ο Παπα – Γαβρίλης και ο Σήφακας. Και βέβαια ο σημερινός Αποκόρωνας. Φορώντας το μαύρο του κεφαλομάντηλο, σημάδι και φυλαχτάρι της μνήμης, δεμένο σφιχτά και κρατώντας με σέβας την καμωμένη από αζίλακα κατσούνα στο χέρι – χέρι σαν σημάδι επιβίωσης…
Χανιώτικα νέα (23.03.2015)
Read more: http://www.haniotika-nea.gr/i-evangelistria-tou-apokorona/#ixzz3VOa3lZ2e
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου