Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ


ΤΑ ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣ


 «Την ώρα τούτηνα των ανακατατάξεων και των αλλαγών αναντρανίζω κι απατός μου κι απολεμώ ν’ ανακατωθώ σ’ ένα αγώνα δύσκολο. Το κατέω πως ο χώρος για να γράψει κιανείς ένα βιβλίο είναι δύσκολος και καθ’ όλου οικείος για τσι δικές μου πνευματικές δυνάμεις. Μα με την “πανοπλία” τση καλής πρόθεσης, τσ’ ανιδιοτέλειας κι αλάργο από κάθε σκοπιμότητα παίρνω τη μεγάλη απόφαση πως θα τσι ξεπεράσω τουτεσάς τσ’ αδυναμίες μου και θα ολοκληρώσω τη μεγάλη επιθυμία μου αυτή. Γιατί δε το βαστά άλλο η καρδιά μου να θωρώ από μέρα σε μέρα τα καλά και τα όμορφα του τόπου μας, που εδά και αιώνες οι πατεράδες μας τα βαστάξανε με αγώνες και αίμα, εμείς εδά με την αδιαφορία μας να τ’ αφήνουμε να σβήνουνε και να χάνονται». Από τον πρόλογο του βιβλίου, ενός πολυσέλιδου βιβλίου – λευκώματος που έγραψε ο Εμμανουήλ Γεωργίου Κουτράκης – “Το χωριό μου Χωραφάκια Ακρωτηρίου Χανίων”, ο τίτλος του.

«Το ύφος είναι το ήθος». Εξαρχής η φράση αυτή στο νου μου με το που αρχίζω να διαβάζω το περί ου ο λόγος βιβλίο με το μολυβάκι (δεν κόβεται αυτή η συνήθεια) στο χέρι. Μέχρι τέλους. Το ήθος είναι το ύφος και το ύφος βέβαια είναι ο άνθρωπος, το “Γεροντάκι” που κρατά τη “Γωνιά του Καφενείου” στα “Χανιώτικα νέα”, μια απ’ τις στήλες που πάντα διαβάζω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στην προκειμένη περίπτωση. Ενας σύγχρονος Χανιώτης Μακρυγιάννης, όπως τον Κανάκη Γερωνυμάκη και τον Γιάννη Φατσέα για παράδειγμα. Ενας Μακρυγιάννης που “αναντρανίζει” κι “απολεμά” με όπλο τη γραφή.

Τα Χωραφάκια, το χωριό του, κι ο κόσμος ούλος για το Γεροντάκι. «Η γι ιστορία ντου όπως μου τη διηγηθήκανε οι γεροντότεροι. Οι πρώτοι κάτοικοί ντου και στη συνέχεια η γι αύξηση των Χωραφακιανών κατοίκων. Οι συνήθειες κι ο τρόπος ζωής των. Τα τοπωνύμια γύρω από την ευρύτερη περιοχή των Χωραφακιών. Τα βάσανα κι οι δυσκολίες για να βγάλουνε το ψωμί ντωνε με τις αγροτοεργασίες και τ’ ασβεστοκάμινα. Η γι’ αναφορά μου στσι χρονιάρες μέρες στα πανηγύρια τση πολιούχου εκκλησίας μας και τω μοναστηριώ, οι γι’ αποκράδες κι οι γι εθνικές εορτές και επέτειοι κατά μήνα. Οι κοινωνικές σχέσεις τω Χωραφακιανώ, οι γι’ αποσπερίδες, οι καφενέδες, τα προξενιά, τ’ αρραβωνιάσματα κι οι ξεφαντώσεις. Τα πανηγυράκια στα ξωκλήσια, οι γι αρρώστιες και τα γιατροσόφια τω πραχτικώ γιατρώ. Τα σφανταχτά κι οι θρύλοι για δαιμονικές συνέργειες κι οι δαιμονισμένοι στα Κεραμειά. Κι η γιανταμοιβή τω Χωραφακιανώ για την εργατικότητά ντωνε». Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του συγγραφέα απ’ τον επίλογο του βιβλίου.

Αναντρανίζω… Και μόνο αυτό το ρήμα σε πρώτο ενικό πρόσωπο, (που πάει να πει ανορθώνομαι, ανασηκώνομαι) να μείνει στον όποιο αναγνώστη των “Χωραφακιών”, το Γεροντάκι θα είναι ευχαριστημένο. Αυτό σκέφτομαι, εν είδει επιλόγου περιδιαβάζοντας στο 2ο μέρος του βιβλίου που εμπεριέχει 459 (!) έγχρωμες φωτογραφίες…

ΤΟ ΤΡΕΛΛΟΒΑΠΟΡΟ «Η ΕΛΛΑΣ»

«Μοναχή το δρόμο επήρες/ εξανάλθες μοναχή/ Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,/ εάν η χρεία τες κουρταλεί». Το παράπονο του Διονυσίου Σολωμού, όπως το διατυπώνει στον “Υμνον εις την ελευθερίαν”, απευθυνόμενος στην Ελλάδα. Με αφορμή τα συμβαίνοντα στο Αιγαίο τον τελευταίο καιρό, αλλά και τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, η θύμησή του. Αχ αυτή η “χρεία”…

«Καράβι στολισμένο βγαίνει στα βουνά/ κι αρχίζει τις μανούβρες “βίρα μάινα”./ Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές/ φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές». Οι τέσσερις πρώτοι στίχοι απ’ το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη “Τρελοβάπορο”. «Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε/ μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε/ κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα/ παντοτινό τον ήλιο τον Ηλιάτορα». Οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι απ’ το ίδιο ποίημα. Ενα τρελοβάπορο που επιμένει να ταξιδεύει στους αιώνες με τους όποιους καιρούς και με τους όποιους ανέμους, η πατρίδα μας, για τον ποιητή του Αιγαίου. Αισιοδοξίας το ανάγνωσμα.

Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 28.7.2020)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου