ΜΕ ΤΟΝ ΕΓΓΟΝΟ ΜΟΥ ΣΤΟ ΝΙΠΠΟΣ
Για τέταρτη συνεχή χρονιά ένα καλοκαιρινό τριήμερο με τον εγγονό
μου τον Βαγγέλη, τις προάλλες, στο Νίππος. Οι δυο μας. O,τι… καλυτερότερο για
μένα η παρέα του στα παιδικά μου λημέρια. Στην αυλή που κάποτε βασίλευαν οι
βασιλικοί και κυβερνούσε ο ασβέστης, στην εκκλησία του Αγίου Πνεύματος, στους
κελαηδισμούς μιας ποταμίδας στην Αναβάλουσα, στην κορφή του κυπαρισσιού μου που
επιμένει να τοξεύει τον ουρανό, στους βολβούς των μανουσακιών… Στη Γρεν Ελέ και
στους Βλάσηδες, στα Λιβάδια και στην Γκαγιαρή, στα Βιγλιά και στις Πατελούρες,
στον Oχουδο και στην Aννιτσα, στον Αϊ- Γιώργη τον Δαφνίτη και στην Παναγία του
Κλάδου, στον, στην, στο, στους, στις, στα… Σ’ όλες τις αιτιατικές του ενικού
και του πληθυντικού αριθμού των παιδικών μου χρόνων. Με ωσεί παρόντες τους προαπελθόντες,
αλλά και τους επερχόμενους. Με το που φτάνουμε στο έμπα του χωριού, από
Τζιτζιφέ μεριά, όπου το κοιμητήρι του Αϊ-Θανάση… Πάντα εδώ η πρώτη μας στάση!
«Πολλά βράδια,/ λίγο πριν
κλείσω τα μάτια,/ πιάνω την ψυχή μου απ’ το χεράκι/ -“στράτα στρατούλα”, της
λέω-/ και τη βγάζω βόλτα στα παιδικά λημέρια:/ στην αυλή των βασιλικών και του
ασβέστη,/ στη Τζανεριά του Αγίου Πνεύματος,/ στα φτερά ενός μικρού σπουργίτι,/
στον βολβό ενός κρίνου…/ Κάπου εκεί με βρίσκει/ το κουδούνισμα της άλλης
μέρας./ Πρέπει να ξαναγίνω μεγάλος». Τα που γράφω σ’ ένα απ’ τα ποιήματα της
ποιητικής μου συλλογής “Οταν γίνεις ποίημα” (εκδ. “Πυξίδα της Πόλης”, Χανιά
2013), “Πολλά βράδια” ο τίτλος του. Αυτό στον νου μου με το που ξυπνώ το πρωί
της τελευταίας Κυριακής του Ιούνη και συνειδητοποιώ ότι δεν πρέπει ούτε σήμερα
ούτε αύριο να ξαναγίνω μεγάλος, καθώς βρίσκομαι από χθες το μεσημέρι (τι
ευλογία κι αυτή!) με τον και συνονόματο εγγονό μου, επίσης Βαγγέλη Θεοκλή
Κακατσάκη, στα παιδικά μου λημέρια. Ενα παιδί με “γρατσουνισμένα γόνατα”,
“κουρεμένο κεφάλι” και πολλά “ακούρευτα όνειρα”, όπως τα όνειρα του εγγονού μου
που επιμένει να δηλώνει πως θέλει να γίνει δάσκαλοςς, όπως επέμενα κι εγώ στην ηλικία
του, στα 14 μου χρόνια….
Ευλογία για μένα να γεννηθώ και να περάσω τα πρώτα δεκαοχτώ
χρόνια της ζωής μου, “κατ’ αποκλειστικότητα”, στο Νίππος Αποκορώνου, ένα χωριό
στον ίσκιο της Μαδάρας, που βιγλίζει, ωστόσο, τον Ψηλορείτη. Οι γονείς μου ήταν
αγρότες, το λέω με καμάρι αυτό. Αυτοί μου έμαθαν, μεταξύ των άλλων πολύτιμων
και να επανέρχομαι “συνεχώς και αδιαλείπτως” στην ανάγνωση του βιβλίου της
φύσης, του βιβλίου που έγραψε ο Θεός. Το σύστηνα και μάλιστα “μετ’ επιτάσεως”
και στους μαθητές μου αυτό, τα χρόνια που ήμουν δάσκαλος. Ο ορισμός της
ευτυχίας να κάνουμε “ολημερνίς τση μέρας” με τον εγγονό μου αυτήν την ανάγνωση.
Χώρια, βέβαια, όλα τ’ άλλα, που έχουν να κάνουν προπάντων με την πατριδογνωσία…
ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΚΕΙΑΣ
Τρία “περί κολακείας” χωρία
απ’ το “Ανθολόγιον” του Ιωάννου Στοβαίου (σε μετάφραση του Νίκου Μουλακάκη),
που άντλησα από σχετικό κείμενο του περ. “Αντιστροφές” (τεύχος 27ο, Απρ.,
Μάιος, Ιούν. 2020) που εκδίδει ο και καλός μου φίλος πρώην πρόεδρος της
Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Αυγερινός Ανδρέου.
Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 7.7.2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου