(ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΔΩ ΤΟ "ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ" ΜΟΥ, ΥΠΟΧΡΕΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ! )
Αυτό που συμβαίνει με την εγκάρδια υποδοχή του νέου βιβλίου , "Πότες θα κάμει ξεστεριά...", του Βαγγέλη Κακατσάκη από το αναγνωστικό κοινό είναι πρωτοφανές. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλο λογοτεχνικό έργο που σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μόλις, 5 μήνες από την έκδοση του, έχει αγαπηθεί τόσο από τους αναγνώστες και έχουν δει για αυτό το φως της δημοσιότητας τόσες πολλές κριτικές με εγκωμιαστικά σχόλια. Αυτές οι κριτικές που μετρούν μέχρι στιγμής σε μισή εκατοντάδα έχουν δημοσιευθεί τόσο στην αγαπημένη εφημερίδα του συγγραφέα, τα Χανιώτικα Νέα, όσο και σε άλλες εφημερίδες της Κρήτης και της Ελλάδας, σε έγκριτα φιλολογικά περιοδικά αλλά και στον ηλεκτρονικό τύπο. Αυτό το γεγονός με κάνει να αισθάνομαι αμηχανία και δέος μπροστά σε αυτό το μεγαλόπνοο λογοτεχνικό έργο στην προσπάθεια μου να το προσεγγίσω απόψε και να αποδώσω τη λογοτεχνική του αξία. Αλήθεια πώς μπορεί να αποδώσει κανείς την αληθινή διάσταση αυτού του έργου, που αγγίζει τις καρδιές τόσων ανθρώπων; Τι μπορεί να προσθέσει στα όσα έχουν γραφτεί από δεκάδες πνευματικούς ανθρώπους; Σε κάθε περίπτωση με ανοιχτές τις κεραίες του νου και της καρδιάς, ας προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε για τις ανάγκες της αποψινής παρουσίασης.
“ Τ΄ άστρα είχαν ξεφυτρώσει από ώρα στον ουρανό. Ξεστεριά! Οι κούμαροι και οι αροδαμοί μοσκομύριζαν. Πόσο μορφονιά ήτανε οφέτος η άνοιξη! Η θαλασσινή αερινάδα ζόρισε απ το Φλεβάρη τα νια μπουμπούκια να προβάλλουν τα κεφαλάκια τους. Με το έμπα τ Απρίλη που ΄φτασε και το χαμπάρι του Σηκωμού, είχανε κιόλας στελιώσει έρωτα με τον ήλιο. Καλημέρα Κρήτη! Καλώς τη δέχεσαι την αδελφή σου, την ξενιτεμένη, τη Λευτεριά. Κι η Κρήτη άνοιγε τις φτερούγες της, ακόνιζε τα μαχαίρια της, μπόλιαζε με το μυστικό τα παιδιά της, περίμενε.”
Σε αυτή τη γλυκιά προσμονή και τον ασίγαστο πόθο των Κρητικών για την κατάκτηση της πολυπόθητης λευτεριάς, που ήταν η κινητήρια δύναμη του ξεσηκωμού τους ενάντια στον τουρκικό ζυγό επικεντρώνεται το ενιαίο αφηγηματικό πλαίσιο των επτά αυτοτελών και αυτόνομων διηγημάτων που σταχυολογεί στο νέο λογοτεχνικό πόνημα του ο Βαγγέλης Κακατσάκης. Αυτή η κρυφή λαχτάρα είναι διάχυτη και στο συμβολικό τίτλο του βιβλίου « Πότες θα κάμει ξεστεριά. Διηγήματα» αφήνοντας μια αίσθηση αισιοδοξίας στον αναγνώστη καθώς προοικονομεί ότι πίσω από τους αιματηρούς αγώνες των Κρητών επαναστατών ακόμα και στις δύσκολες καταστάσεις στο δύσβατο δρόμο για την κακάκτηση της λευτεριάς κρύβεται η ελπίδα και η ξεστεριά.
Συνθέτουν λοιπόν τον κορμό του βιβλίου επτά ιστορικά διηγήματα-αυτός είναι νομίζω ο χαρακτηρισμός που τους ταιριάζει- που αναφέρονται σε σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της Τουρκοκρατούμενης Κρήτης, σκιαγραφούν αριστοτεχνικά τις διάφορες όψεις της κοινωνίας της, αποδίδουν το ζοφερό για τους ραγιάδες κλίμα των χρόνων εκείνων, προβάλλουν την καθημερινότητα της εποχής, τις πράξεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, αναδεικνύουν την ψυχοσύνθεση των Κρητικών και υμνούν τη λεβεντιά τους.
Η λογοτεχνική ματιά του δημιουργού εστιάζει αυτή τη φορά στη μικροϊστορία και σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα της τοπικής ιστορίας μας τα οποία αναπτύσσει στη μικρή εκ των πραγμάτων έκταση του λογοτεχνικού είδους του διηγήματος με το οποίο επιλέγει να εκφρασθεί αυτή τη φορά, διεκδικώντας σημαντικό μερίδιο στη σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία.
Μέσα από τις μικρές αυτές ιστορίες ο συγγραφέας κατορθώνει με την αριστοτεχνική πένα του και τον περιεκτικό του λόγο να χωρέσει ολάκερη την Κρήτη και να προβάλλει σε όλη τους την έκταση τις διαχρονικές αξίες της και τα ιδανικά των Κρητικών. Παράλληλα στην προσπάθεια του να αναζητήσει το αληθινό παιδευτικό ιδεώδες μέσα από την ιστορία των αγώνων των Κρητών κατά του Τούρκου δυνάστη που δεν είναι άλλο από την αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία, προσδίδει στα διηγήματα του πατριωτικό χαρακτήρα αποτυπώνοντας τις συνθήκες των ηρωικών εκείνων χρόνων.
Τα διηγήματα, όπως ο ίδιος ομολογεί, προέκυψαν από το προζύμι των αφηγήσεων της λάλης του, δηλαδή από μνήμες και παλιές ιστορίες που άκουσε από τη γιαγιά του τη Στυλιανίτσα στα παιδικά του χρόνια τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες, δίπλα στην παρασιά, γεγονός που κάνει τη αναδιήγηση του και το ταξίδι στο παρελθόν ιδιαίτερα γοητευτικό. Γράφει, λοιπόν χαρακτηριστικά στον πρόλογο του βιβλίου του:
«Η θύμηση έχει να κάνει με τις ιστορίες που άκουγα από τη γιαγιά μου στα μικράτα μου. Για τα κομμένα κεφάλια των επαναστατών που περιέφεραν οι Τούρκοι στα χωριά του Αποκόρωνα πάνω στις τουφεκόβεργες- ένα από αυτά κι ενός παππού καπετάνιου»
Ωστόσο ο συγγραφέας αναζητώντας τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην Ιστορία και το θρύλο αναβαπτίζει με τη δημιουργική του φαντασία τα γεγονότα στην ιστορική πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τις ιστορικές πηγές της εποχής σε ένα ταξίδι αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας την οποία επενδύει με ένα πολύτιμο λογοτεχνικό ένδυμα.
Έτσι ο ποιητικός λογοτεχνικός μύθος διαπλέκεται και συνυφαίνεται με τα ιστορικά γεγονότα και η Ιστορία με τη λογοτεχνία συναπαντώνται με στόχο να εξυπηρετήσουν και οι δύο την αλήθεια της αφήγησης.
Με άλλα λόγια ο Βαγγέλης Κακατσάκης με όπλα την αναμφισβήτητη ιστορική του επάρκεια, την άνεση με την οποία κινείται στο χώρο της παράδοσης της Κρήτης και τη συναρπαστική λογοτεχνική αφήγησή του, αντιμάχεται τη λήθη μιας άγνωστης σε πολλούς ιστορικής πραγματικότητας της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη καθώς εντάσσει τα διηγήματά του με όσο το δυνατό μεγαλύτερη πιστότητα και ακρίβεια στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής λαμβάνοντας σταθερά υπόψη του τους Ιστορικούς οδοδείκτες.
Όμοια λοιπόν, με επτά μεγαλόπρεπα αγέρωχα πολυχρονίτικα δέντρα της Κρητικής γης τα διηγήματα αυτά, φιλοξενούν κάτω από το βαθύ λογοτεχνικό αειθαλή ίσκιο τους με όλο το μεγαλείο που τους ταιριάζει την Ιστορία, την Παράδοση και τη Λαογραφία της Κρήτης.
Παράλληλα, λοιπόν, με την απεικόνιση των αιματηρών αγώνων των Κρητών τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο συγγραφέας ζωντανεύει με την ψυχογραφική και ηθογραφική του ματιά το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής και αποτυπώνει πολύτιμα λαογραφικά στοιχεία που περιγράφουν με ενάργεια τη ζωή της κρητικής υπαίθρου.
Ακόμα παρουσιάζει με μαεστρία τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων, τις προθέσεις τους, τις επιθυμίες τους, τις ψυχολογικές τους συγκρούσεις, τα ιδανικά τους και τη στάση τους απέναντι στο δίλημμα καλύτερα ο θάνατος παρά μια ζωή ατιμασμένη και μισερή.
Έτσι ο συγγραφέας μεταλαμπαδεύει αβίαστα και πηγαία τις αξίες της εποχής που επικεντρώνονται στον αγώνα του ανθρώπου για την ελευθερία, στην ευθύνη των επιλογών, στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στον αγώνα για μια καλύτερη ζωή, στην έντιμη ζωή, στην ιερότητα της παράδοσης της Κρήτης, στην αλληλεγγύη και την ηθική λύτρωση.
Ακόμα ο συγγραφέας περιγράφει εκ των έσω με τρόπο βιωματικό επιστρατεύοντας την ευαίσθητη ματιά του λογοτέχνη, τρία σοβαρά φαινόμενα, πληγές της περιόδου της Τουρκοκρατίας για τους ραγιάδες, τον εξισλαμισμό, τον κρυπτοχριστιανισμό και τον γενιτσαρισμό.
Στέκομαι ιδιαίτερα στην ψυχογραφία από το συγγραφέα της τραγικής θέσης των γυναικών που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την ατίμωση και τον εξευτελισμό στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τότε που όπως λέει «Οι νύχτες μετακούνησαν τα σύνορά τους και στρίμωξαν τις μέρες σε μιας αναπνιάς τόπο. Μια αναπνιά, που μύριζε θάνατο και απόγνωση» Οι συγκλονιστικές περιγραφές του συγγραφέα στο διήγημα «Ζωή και θάνατος» αποδίδουν το μέγεθος της τραγικής κατάσταση τους με την αναγκαστική τους συμμετοχή στα γλέντια των αγάδων.
"Καμιά δεκαριά γυναίκες τρομαριασμένες, ολόγδυμνες, χόρευαν πανω στο ρόβι, που ’ταν σκορπισμένο στο σανιδένιο πάτωμα. Κι ήταν σα ν’ ακλουθούσαν σε κηδεία. Στην άκρη, καθισμένοι σε παχιά μαξελάρια, τρεις Τούρκοι, έχοντας στη μέση τον Εμίν αγά, βαρούσαν παλαμάκια και χαχάνιζαν τρανταχτά, κάθε φορά που μια γυναίκα γλιστρούσε κ’ έπεφτε. Ο Μανόλης δάγκασε τη γλώσσα του να μη ξεφωνίσει, γι’ αυτό το ξεφτύλισμα. Κι αμέσως ο νους του πήγε στον Άη Γιώργη που σκότωσε το θεριό..."
Στον αντίποδα αυτών των ανυπεράσπιστων γυναικών δύο γυναίκες εξυψώνονται μέσα από τις πράξεις τους με τη δυναμική τους παρουσία σε αληθινές ηρωίδες. Η μία είναι η Μαρία Δασκαλογιάννη, η κόρη του εθνομάρτυρα της Κρήτης που παρουσιάζεται στο διήγημα «Χρέος» δυναμική, έξυπνη με έντονα πατριωτικά αισθήματα και με σημαντική προσφορά στον αγώνα της εθνεγερσίας. Η άλλη είναι η χήρα η Μαριγώ στο διήγημα «Το τέλος» που εκπροσωπεί την ανώνυμη, απροσκύνητη, αποφασιστική ηρωίδα που προτιμά το θάνατο από την επαίσχυντη ζωή. Τα δύο αυτά διηγήματα αναβαθμίζουν το ρόλο της γυναίκας εκείνα τα ζοφερά χρόνια, γεγονός που θεωρώ ότι αποτελεί προσωπική επιλογή του συγγραφέα.
Κατά τη διάρκεια της περιγραφής των γεγονότων ο συγγραφέας- αφηγητής ακολουθεί τους ήρωες στη δράση τους, ταυτίζεται μαζί τους και συμμετέχει νοερά στα γεγονότα, όπως αυτά περιγράφονται κατά τη ροή της αφήγησης.
Από την άλλη ο αναγνώστης συμπαρασύρεται από την πλοκή της υπόθεσης και καθώς νιώθει μέλος ενός συνόλου με κοινό ιστορικό παρελθόν και με κοινούς αξιακούς κώδικες, ακολουθεί και εκείνος τους ήρωες και όπως κορυφώνεται σταδιακά η υπόθεση ταυτίζεται μαζί τους, συμμετέχοντας σε μια τελετουργική διαδικασία στο δρόμο προς την αριστοτελική κάθαρση.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της γραφής του διηγηματογράφου είναι ο έντονος λυρισμός στις περιγραφές, ενώ η ποιητική αύρα που σκορπά ολόγυρα τη δροσιά της, είναι διάχυτη σε όλο το έργο μια που ο δημιουργός δεν αποχωρίζεται την ιδιότητά του ως ποιητής ακόμα και αν υπηρετεί τον πεζό λόγο.
Σημαντικό ρόλο στα διηγήματα αυτά κατέχει και η φύση που είναι η ραχοκοκαλιά που πάνω της στηρίζονται οι περιγραφές των ηρώων και τα σφιχτοδεμένα νοήματα.
Έτσι η επιλογή του κάθε φυσικού χώρου διαδραματίζει ένα συγκεκριμένο ρόλο στην αφήγηση, ενώ η φύση γίνεται το ιδανικό σκηνικό που αλληλοεπιδρά με τα πρόσωπα και διαλέγεται με την ιστορία που περιγράφεται.
Μοναδικό εργαλείο για την αποτύπωση στο χαρτί όλων αυτών των ιστοριών αποτελεί ο μεστός, γλαφυρός, καλοδουλεμένος λόγος του που εμπλουτίζεται από την ομορφιά και τον αυθορμητισμό του προφορικού λόγου μέσα από τους διανθισμένους με τη ντοπολαλιά της Κρήτης διαλόγους που χρησιμοποιεί συχνά ο συγγραφέας στη προσπάθεια του να συντελέσει στην απόδοση του κλίματος της εποχής.
Έτσι ο συγγραφέας με τη χρήση της Κρητικής διαλέκτου στους διαλόγους αυτούς αλλά και εμβόλιμα σε διάφορα σημεία των διηγημάτων, αλλά και με το γλωσσάρι που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου, συνεισφέρει σημαντικά στην προσπάθεια που καταβάλλεται τελευταία για τη διατήρηση των τοπικών διαλέκτων αναγνωρίζοντας ότι, αν εκλείψουν, ένα σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού μας και της παράδοσης θα έχει χαθεί.
Ακόμα ο λόγος των διηγημάτων εμπλουτίζεται με εκπληκτικά σχήματα λόγου, όπως παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, μεταφορές, ολοζώντανες εικόνες και ποικίλα άλλα καλολογικά στοιχεία τα οποία καθώς είναι αριστοτεχνικά βαλμένα στον κορμό της αφήγησης προσδίδουν σε αυτή προστιθέμενη αξία.
Αυτό το ευτυχές συναπάντημα της καλλιτεχνικής αλήθειας με την ιστορική στις σελίδες του βιβλίου σε συνδυασμό με το αφηγηματικό ταλέντο του διηγηματογράφου χαρίζουν απλόχερα στον αναγνώστη τη μοναδική αισθητική απόλαυση που μόνο τα καλά βιβλία μπορούν να του δώσουν με τα χαρίσματά και τα πλουμίδια τους. Αυτή την αισθητική απόλαυση έρχεται μάλιστα να ενισχύσει και η καλαίσθητη έκδοση του βιβλίου, μέσα από το ταιριαστό εξώφυλλο και τα σκίτσα που το κοσμούν ενδιάμεσα, τα οποία φιλοτέχνησε το ταλαντούχο χέρι του γνωστού καλλιτέχνη Νίκου Μπλαζάκη. Έτσι το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα θυμίζει τα παλιά καλαίσθητα αναγνωστικά του Δημοτικού που εκπαίδευσαν γενιές Ελλήνων και αποτελεί τιμή για το Μουσείο Τυπογραφίας του Γιάννη και της Ελένης Γαρεδάκη και της εφημερίδας Χανιώτικα Νέα που είχαν την επιμέλεια της έκδοσης.
Και μια περί παιδείας ο λόγος και περί εκπαιδεύσεως των Ελληνοπαίδων, βιβλία σαν αυτά αναμφίβολα θα μπορούσαν να συντελέσουν στην προσέγγιση της τοπικής μας ιστορίας, που τόσο λείπει από τα σχολεία μας, με ένα τρόπο ευχάριστο και απολαυστικό για τους νέους μέσα από την ευαίσθητη ματιά του λογοτέχνη.
Η ποιοτική αυτή λογοτεχνική αναπαράσταση του ιστορικού παρελθόντος ενισχύει την ιστορική γνώση και ενσυναίσθηση και ταιριάζει καλύτερα, με τη συναισθηματική εμπλοκή που προκαλεί, στον ψυχικό κόσμο των παιδιών. Ακόμη η επιστράτευση της λογοτεχνίας, ως επιπλέον μέσο κατανόησης του ιστορικού παρελθόντος, απομακρύνει τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας από παραδοσιακές και αναποτελεσματικές πρακτικές και υπηρετεί τη ζητούμενη στις μέρες μας διαθεματική και διεπιστημονική προσέγγιση της σχολικής γνώσης, που εξασφαλίζει την όσο το δυνατόν ολιστική και αξιόπιστη κατάκτηση αυτής.
Συμπερασματικά το έργο του Βαγγέλη Κακατσάκη«Πότες θα κάμει ξεστεριά...» είναι μια κατάθεση ψυχής του συγγραφέα στη λεβεντογέννα Κρήτη της οποίας αξίζει να γίνουν κοινωνοί όλοι και ιδιαίτερα οι νέοι για να γνωρίσουν καλύτερα τις ρίζες τους και επομένως τον ίδιο τους τον εαυτό.
* φιλόλογος, τ. διευθύντρια ΓΕΛ Σούδας
** Πολιτιστικό Κέντρο Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου (14. 5. 2022)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου