Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ

ΑΧ, ΕΛΛΑΔΑ σ’ αγαπώ… Κάποια στιγμή συλλαμβάνω τον εαυτό μου να ’χω καρφώσει για απροσδιόριστο χρόνο τα μάτια του στον στίχο αυτόν του Μανώλη Ρασούλη, που είναι γραμμένος με καλλιγραφικά γράμματα στην πρόσοψη του μεγάλου πολυκαταστήματος. Δευτέρα 14 Οκτωβρίου, μεσημεράκι στην Ομόνοια. “Αχ Ελλάδα θα στο πω/ πριν λαλήσεις πετεινό/ δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι/ μ’ εκβιάζεις, μου κολλάς/ σαν το νόθο με πετάς/ μα κι απάνω μου κρεμιέσαι…”.
Δείτε περισσότερα... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ
Γράφει ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Φίλες και φίλοι, καλημέρα!
ΔΕΝ ΠΕΡΑΣΑ απ’ το τετράγωνο Ακαδημίας, Ασκληπιού, Σόλωνος, Σίνα, που ήταν “λημέρια” και της δικής μου “φτωχής νιότης”, ψάχνοντας για βιβλία, όπως τότε, το… Σαββατοκυριακοδευτερότριτο (!) που βρέθηκα στην Αθήνα, λόγω της παρουσίασης της ποιητικής μου συλλογής “Οταν γίνεις ποίημα”. Πήγα και ξαναπήγα, ωστόσο, στο Σύνταγμα και στην Ομόνοια για να σφιγμομετρήσω τους παλμούς της σημερινής Αθήνας. Ισα – ίσα ν’ αναπνέει τη βρήκα. Θ’ ανανήψει;
ΔΕΝ ΒΙΩΝΕΙ την κρίση η επαρχία όσο τη βιώνει η Αθήνα. Εκ των ων ουκ άνευ αυτό. Αλλο να σου το λένε, όμως, κι άλλο να το βλέπεις ιδίοις όμμασι σε κάθε σου βήμα. Να σου το φωνάζουν με σπαρακτικό τρόπο τα ενεχυροδανειστήρια που έχουν φυτρώσει σαν μανιτάρια.
ΟΧΙ δεν θα ’χει περάσει οπωσδήποτε η κρίση όταν κλείσουν τα ενεχυροδανειστήρια που άνοιξαν. Μπορεί και να κλείσουν γιατί δεν θα υπάρχουν άλλα “τιμαλφή” για αγορά… Ζητείται ελπίς! Ζητείται ένα κάποιο φως στο βάθος του τούνελ. Ενα φως που να μην είναι, όμως, προϊόν οφθαλμαπάτης.
ΑΧ, ΕΛΛΑΔΑ σ’ αγαπώ… Κάποια στιγμή συλλαμβάνω τον εαυτό μου να ’χω καρφώσει για απροσδιόριστο χρόνο τα μάτια του στον στίχο αυτόν του Μανώλη Ρασούλη, που είναι γραμμένος με καλλιγραφικά γράμματα στην πρόσοψη του μεγάλου πολυκαταστήματος. Δευτέρα 14 Οκτωβρίου, μεσημεράκι στην Ομόνοια. “Αχ Ελλάδα θα στο πω/ πριν λαλήσεις πετεινό/ δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι/ μ’ εκβιάζεις, μου κολλάς/ σαν το νόθο με πετάς/ μα κι απάνω μου κρεμιέσαι…”.
ΣΕΙΣΜΟΣ στα Χανιά! Σε μια καφετέρια του Παγκρατίου, όπου ήμασταν (ήταν και η Ευδοκία) μαζί με τους εκδότες του “Βιβλιόφωνου”, Γιώργο Βαλλιάνο και Αλεξάνδρα Τσίπρα, μάθαμε για τον σεισμό στα Χανιά. “Επήρε ο Εγκέλαδος τη λύρα του και πάλι/ με έξι Ρίχτερ χόρεψε την Κρήτη πεντοζάλη”, η μαντινάδα που μου έστειλε την άλλη μέρα, μέσω, κινητού η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. Αμα περάσει ο φόβος ό,τι θέλουμε λέμε, Νεκταρία!
ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΗ ανθοδέσμη για τον Πολυχρόνη Κουτσάκη λίγο πριν αρχίσει στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Μεγάρου Μουσικής η παρουσίαση του βιβλίου του “Οταν ήταν ευτυχισμένος”. Μια ανθοδέσμη σταλμένη από έναν Χανιώτη, τον φίλο του Βασίλη Σταθάκη. Αρωμα Χανίων! Τι κι αν τα λουλούδια ήταν αθηναϊκά…
Ο ΓΥΜΝΑΣΤΗΣ Φαινέστιος ανακάλυψε ένα παιχνίδι που φαίνεται ότι άρεσε πολύ στους Αθηναίους. Το ονόμαζαν “αρπαστόν” ή από το όνομά του “φαινίνδα”. Παιζόταν με μπάλα και πρέπει να ήταν ένα είδος ανάμεσα στη σημερινή πετοσφαίριση (χάντμπολ) και την καλαθοσφαίριση (μπάσκετ). Οι παίκτες χωρίζονταν σε ομάδες και προσπαθούσαν κάπου να ρίξουν την μπάλα. Πολύ πιθανό σε κάποιο τέρμα. Ο Αντιφάνης γράφει σχετικά: «Αφού πήρε την μπάλα με χαρά, την πέταγε στον ένα κι απέφευγε τον άλλο. Εκανε αποκρούσεις στις μπαλιές του ενός και σήκωνε άλλον που είχε πέσει κάτω. Ταυτόχρονα φώναζε άγρια στους συμπαίκτες του “Εξω, μακριά, κοντά σ’ αυτόν, πάνω του, ψηλά, κοφτά, πέτα την τώρα να τελειώνουμε!”». Ο ίδιος σε άλλο σημείο προσθέτει ότι το κυνήγι της μπάλας ήταν πολύ κοπιαστικό, γιατί χρειαζόταν να τρέχει κανείς γρήγορα, να είναι ορμητικός και να στρέψει τον τράχηλό του δεξιά και αριστερά. Φαίνεται ότι πιανόταν ο λαιμός τους. Μερικοί ήταν τόσο καλοί παίκτες, ώστε προκαλούσαν τον θαυμασμό των θεατών με τη λεβεντιά και την αρμονία των κινήσεών τους. (Από το βιβλίο “Η άλλη όψη της Ιστορίας, εκδ. “Σαββάλας”).
“Πέρασα χθες μετά από χρόνια/ το τετράγωνο Ακαδημίας, Ασκληπιού, Σόλωνος, Σίνα/ Λημέρια της φτωχής μου νιότης/ Προσκύνημα σε δυο βιβλιοπωλεία/ που με έθρεψαν/ Πουλώντας μου βιβλία με δόσεις/ κάποτε και δανείζοντας/ Αλλά και τα δυο είχαν αλλάξει σε φαγάδικο το ένα, σε φούρνο το άλλο/ Κι ωστόσο ο κόσμος/ σήμερα πεινάει περισσότερο/ όσοι φούρνοι κι αν ανοίγουν/ -ότι ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται-/ Αγόρασα ψωμί απ’ τον φούρνο/ πικρά κόλλυβα/ της παλιάς μου αδηφάγου νεότητος/ ρώτησα για τον προηγούμενο βιβλιοπώλη/ αλλά κανείς δεν ήξερε για κανέναν/ κι εξορίστηκα θλιμμένος/ από τη χώρα του κανενός/ που δεν χωρούσε ούτε εμένα”.
Το ποίημα “Ενδοχώρα” του Γιάννη Κουβαρά.
ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ!
(petaxta.blogspot.com)
Χανιώτικα νέα (17.10.2013)


Read more: http://www.haniotika-nea.gr/sta-petaxta-14/#ixzz2hzsYHCy9

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου