Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

ΣΥΜΕΡΓΑΣΙΕΣ

 Κι εγώ είμαι εκεί, στο χωράφι του Γαλάνη, δίπλα από το πατρικό μου, που μυρίζει ακόμα θερισμένα στάχυα κι αντιλαλεί φωνές ανθρώπων και σπιτίσιων ζώων. Ο πατέρας μου, με λυγισμένο τον καρπό κρατά την νταμιτζάνα με τη ρακή, απαραίτητη για την αρχαϊκή σπονδή που θα ακολουθήσει. Μόλις πέσει η νύχτα αρχίζουν και μαζεύονται οι γείτονες. Οι μεγάλοι με τα ταψιά και τα τσουκάλια, τα παιδιά με τα ξερόκλαδα που θα στήσουν τις θημωνιές. Ολα είναι έτοιμα για την ιεροτελεστία του καλοκαιριού.
Δείτε περισσότερα... ΣΥΜΕΡΓΑΣΙΕΣ
Χρύσα Θ. Κακατσάκη

Του Κληδονα κλείδωνα την αθωότητά μου  μη φύγει και χαθεί...

Τι σχέση μπορεί να έχει η “Μαντλέν” του Προυστ με τις φωτιές του Αη – Γιαννιού; Ενα τρέμουλο της φλόγας, ένα τυχαίο πετάρισμα του βλέφαρου στρίβει απαλά τους υδάτινους δείχτες ενός ρολογιού. Κι ανεπαισθήτως οι κάθετες και οριζόντιες γραμμές της μνήμης παίρνουν σιγά – σιγά το σχήμα της καμπύλης υδρίας που κρύβει στα σωθικά της τους κληδόνους: φρούτα της μάνας γης ή μικρά προσωπικά αντικείμενα που κυρίως οι ανύπαντρες κοπέλες (αλλά και τα αγόρια) εναπόθεταν στη γητεμένη στάμνα στις 23 Ιουνίου για να μαντέψουν το όνομα ή το επάγγελμα του άντρα που θα πάρουν. Κι εγώ είμαι εκεί, στο χωράφι του Γαλάνη, δίπλα από το πατρικό μου, που μυρίζει ακόμα θερισμένα στάχυα κι αντιλαλεί φωνές ανθρώπων και σπιτίσιων ζώων. Ο πατέρας μου, με λυγισμένο τον καρπό κρατά την νταμιτζάνα με τη ρακή, απαραίτητη για την αρχαϊκή σπονδή που θα ακολουθήσει. Μόλις πέσει η νύχτα αρχίζουν και μαζεύονται οι γείτονες. Οι μεγάλοι με τα ταψιά και τα τσουκάλια, τα παιδιά με τα ξερόκλαδα που θα στήσουν τις θημωνιές. Ολα είναι έτοιμα για την ιεροτελεστία του καλοκαιριού. Οταν τα σώματά μας χάσουν την υλική τους υπόσταση και γίνουν σκιές και περιγράμματα, δίνεται το σύνθημα. Ο γεροντότερος της ομήγυρης εκφωνεί τον πανηγυρικό της ημέρας:
«Τ’ αϊ – Γιαννιού του Κλήδονα, θ’ αφήσω το μετόχι,
το ποτιστήρι των οζώ και το παλιομιτάτο,
κι αποβραδίς θα κατεβώ ν’ αλλάξω στο χωριό μου,
να κάψω τα σκαλώματα, του Μάη τα στεφάνια,
και να πηδήξω τσι φωτιές για το καλό του χρόνου,
να βάλω και στον κόρφο μου και στο προσκέφαλό μου,
δροσόμηλο, να ’νειρευτώ ποια κόρη μέλλεταί μου,
κοντά – κοντά να θέσουμε, να με σφιχταγκαλιάσει».
Τα παιδιά, ανυπόμονα όπως πάντα, ανάβουν τις φωτιές. Τις πηδούν ένα – ένα στη σειρά και τα γέλια τους σμίγουν με το μειδίαμα του ουρανού. Δεν ξέρουν για την καθαρτήρια δύναμη της φωτιάς. Η απείραχτη ακόμη αθωότητα δεν τους επιτρέπει να ξέρουν πως στις φλόγες της καίγεται το Κακό. Τους συμβολισμούς του εθίμου πιθανόν να μην τους γνωρίζουν ούτε οι μεγάλοι, άνθρωποι απλοί, βγαλμένοι από διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Δεν ξέρουν, αλλά νιώθουν πως όλο αυτό είναι ο ομφάλιος λώρος που τους συνδέει με το «χαμένο κέντρο» για το οποίο μιλούσε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και που το αναζητούσε στου «τιμονιού τ’ αυλάκι». Το ανέσπερο φως μιας παράδοσης, μιας σοφίας που ήθελε τον άνθρωπο ζείδωρο κι αντίδωρο της φύσης, να παρακολουθεί σαν αυτόπτης μάρτυρας κι όχι σαν θεατής τις εναλλαγές των εποχών. Γιατί ο Κλήδονας, δυο μέρες απόσταση από το θερινό ηλιοστάσιο, ήταν η πρόφαση με την οποία ο παγανισμός εξουδετέρωσε, με ένα κροσέ, τον χριστιανισμό. Γι’ αυτό και δεν είχε το σταριλίκι άλλων γιορτών. Ούτε το φωτοστέφανο των Χριστουγέννων, ούτε την τσίκνα από τα κοκορέτσια του Πάσχα.
Ερχόταν από μακριά, με απευθείας πτήση από αρχέγονα θεατρικά δρώμενα, με πιθανό πατέρα τον Διόνυσο και μάνα την Κυβέλη μ’ ένα ντέφι να χορεύει και να του γνέφει. Χόρευαν και οι γείτονες εν μέσω μαντινάδων που ήταν στην αρχή το κλίμα της ημέρας, μα όσο έρρεε η ρακή τόσο και απομακρύνονταν σταδιακά από τον ιερό τους χαρακτήρα. Ερωτικά υπονοούμενα δονούσαν τον αέρα, τα ‘παιρναν οι φυλλωσιές των δένδρων και τα μετέτρεπαν σε ήχους του καιρού, σε μυστικά του κόσμου.
Μα πού είχαμε μείνει; Α, ναι στην εικόνα του πατέρα μου που ένιωθε οικοδεσπότης εκείνης της γιορτής, κερνούσε κι έλαμπε το πρόσωπό του σαν ολόγιομο φεγγάρι. Μέρος και μέλος μιας κοινότητας, άφηνε άθικτες τις στάχτες να τις χωνέψει το χώμα, που πάνω του θα αντιφέγγιζαν την επόμενη φορά οι φλόγες για να συνεχιστεί η ιστορία… που στο αμόνι του “μαζί” σφυρηλατείται.
Φέτος, μπαμπά, όπως και πολλά χρόνια τώρα, δεν θα δρασκελίσω τις φωτιές ή φουντανάκια όπως τα ‘λεγες. Κατά το σούρουπο θα πεταχτώ στο περιβόλι που φύτευες με όλων των λογιών τα ζαρζαβατικά, όπως τότε που είχαμε ξεμείνει μέχρι αργά, εσύ κι εγώ, και μου είπες «σκύψε να ακούσεις το κρακ – κρακ που κάνουν τα καρπούζια. Με το φως των άστρων μεγαλώνουν». Μετά, θα φυλάξω σκοπιά στη βεράντα μου και μόλις βγει ο Αποσπερίτης θα δω τα σινιάλα σου από κει ψηλά και θα σου απαντήσω πως με πράξεις οικοδομείται το συναίσθημα… Με δυο μέρες καθυστέρηση, όσο απέχει ο Κλήδονας από το θερινό ηλιοστάσιο, θα κόψω το πρώτο μου καρπούζι όχι τόσο για να εγκαινιάσω το καλοκαίρι όσο για να δροσίσω την απουσία σου.
Χανιώτικα νέα (24.06,2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου